Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ognyanovo αυτό το άγνωστο. Και συνεχίζει έτσι.



 Και έπεσε το τηλεφώνημα. 

«Τι θα γίνει ρε μεγάλε; Ακόμα για τις κρύπτες της Χαλκιδικής θα διαβάζουμε; Χειμώνιασε πια και συ ακόμα τις καλοκαιρινές κρύπτες έχεις στο blog
Ήταν ο Χρήστος, ο πιο φανατικός αναγνώστης του ιστολογίου , και έτσι ένιωσα βαρύ το φορτίο στους ώμους μου. Θα έπρεπε να ανανεώσω τη σελίδα.  Διότι καλά τα facebook και τα twitter αλλά άμα δε γραφτεί  στο baxygr.blogspot.com δε μετράει.
Και έτσι άρχισα να γράφω για μια από τις τελευταίες δραστηριότητες. Όλα ξεκινάν με τη μυστηριώδη λέξη : Ognyanovo.

Το Ognyanovo   λοιπόν είναι ένα Βουλγάρικο Πομακοχώρι στην οροσειρά της Ροδόπης, καμία 25αρια χιλιόμετρα από το συνοριακό σταθμό της Εξοχής, πάνω από τη Δράμα. Ένα κλασικό Βουλγάρικο μεθοριακό χωριό με μικρά, φτωχικά και ασοβάντιστα στη πλειοψηφία τους σπίτια, με αυλές γεμάτες καλαμπαλίκια και  με παράθυρα χωρίς παντζούρια και ενίοτε και χωρίς κουρτίνες .


Χτισμένο σε μια Ροδοπαία πεδιάδα σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων το χωριό δε προσφέρει και τίποτα ιδιαίτερο στον επισκέπτη (ή τουλάχιστον εμείς δε βρήκαμε κάτι ενδιαφέρον) εκτός από κάποιες σχετικά καινούργιες ξενοδοχειακές μονάδες που εκμεταλλεύονται τα ιαματικά νερά της περιοχής. Τα νερά πλούσια σε ιαματικά συστατικά και σε θειάφι που βρωμάει σαν κλούβιο αυγό, είναι κατάλληλα για πολλές δερματικές, παθολογικές και ορθοπεδικές παθήσεις αλλά δυστυχώς τα βρίσκεις μόνο στα ξενοδοχεία αφού οι αρχές φρόντισαν να τα στερήσουν από το ντόπιο πληθυσμό που πριν χρόνια τα είχε στις βρύσες των σπιτιών του για να τα δώσουν στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της περιοχής για οικονομική εκμετάλλευση. 


Περίπου στο κέντρο του χωριού υπάρχει μία διπλή βρύση που από τη μία πλευρά τρέχει κρύο νερό και από την άλλη ιαματικό ζεστό και την ώρα που περνούσαμε από κει τρείς οικογένειες Βουλγάρων Ρομά γέμιζαν μεγάλα μπιτόνια για οικιακή χρήση. Που φόρτωναν αυτά τα μπιτόνια;  Σε αλογόκαρα βεβαίως με προορισμό  το γειτονικό  τσιγγανοχώρι περίπου 4 χιλίομετρα από το Ognyanovo

Η αλήθεια πάντως είναι ότι τα ιαματικά νερά έφεραν και τη σχετική ανάπτυξη στη περιοχή αφού τα ξενοδοχεία απασχολούν αρκετούς ντόπιους και υπάρχουν τουριστικές κατασκευές σε εξέλιξη. Κάποιες ξενοδοχειακές μονάδες μάλιστα «δένουν» πολύ ταιριαστά και με το φυσικό περιβάλλον . Παραδοσιακά κτήρια με πλακόστρωτες σκεπές και πέτρινα δρομάκια  στο παραδοσιακό στυλ ομορφαίνουν περισότερο τη περιοχή.  



 Εκτός από hotels tour και πλατσουρίσματα στην εσωτερική πισίνα δεν έχει και πολλά να κάνεις στο Ognyanovo. Και βέβαια μη ζητήσεις vodka λεμονάδα στο bar του ξενοδοχείου γιατί θα πάρεις αυτό.


Αν πάλι θέλετε spa ορίστε. Αλλά υπολογίστε και το κόστος της βενζίνας για να έρθει ο μασέρ στο χωριό.

Και βέβαια μετά τις τουριστικές πληροφορίες η υπόθεση σηκώνει geocaching. Στη πρότασή μου προς τη παρέα να πάμε να ψάξουμε για κρύπτες στο παραδιπλανό χωριό Leshten βρήκα μόνο 2 εθελοντές. Τι κι αν έταξα όμορφη διαδρομή στο βουνό, τι κι αν η σερβιτόρα που μιλούσε Ελληνικά (αφού δούλευε σε ένα καφενείο στη Δράμα απ’ όπου έφυγε λόγω της κρίσης) μας πληροφόρησε ότι το χωριό είναι πολύ όμορφο και παραδοσιακό, η υπόλοιπη παρέα προτίμησε το χαλάρωμα στη πισίνα και μόνο ο Φραγκούλης και η Κατερίνα αποδείχτηκαν αρκετά «γενναίοι» να με ακολουθήσουν. 

 Ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινα για «κυνήγι» με άτομα που δεν γνωρίζουν το geocaching και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να τους εξηγήσω τα σχετικά. Η αλήθεια είναι ότι και οι 2 τους έδειξαν ενδιαφέρον και το μόνο πλέον που έλειπε ήταν να μην απογοητευτούν και να βρούμε τις κρύπτες. 

Στο gps είχα σώσεi ήδη τα στοιχεία των 2 κρυπτών και πήραμε την ανηφόρα προς το Leshten. H σερβιτόρα μας είχε προειδοποιήσει: « Δε θα πάρετε το δρόμο που δείχνει το gps, αυτός σας βγάζει κατευθείαν μέσα στο χωρίο των τσιγγάνων και συνηθίζουν να ρίχνουν εμπόδια στο δρόμο για να σταματάνε τα αυτοκίνητα και να ζητιανεύουν. Θα πάρετε τη παράκαμψη».
Βλέπεις το Leshten είναι από τα in χωριά της περιοχής και οι πλούσιοι που ανακατασκευάζουν τα σπίτια τους και δημιουργούν τουριστικές μονάδες δε θέλουν να τους ενοχλούν οι Ρομά. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει μία παράκαμψη, η οποία μάλιστα δεν ήταν στο gps, και αποφεύγουν περίεργες συναντήσεις. Που να τα βγάλει πέρα η Mercedes με το αλογόκαρο;

Μέχρι το Lesthen είχαμε  μια όμορφη ορεινή διαδρομή και χόρταινε το μάτι πρασινάδα και πανύψηλα δέντρα. Μετά από κάποιες στροφές αντικρίσαμε στο βάθος τα παραδοσιακά σπίτια χτισμένα με πέτρα και ξύλα και  με βαριές πλακόστρωτες στέγες.


Η πρώτη κρύπτη βρίσκεται σχεδόν πάνω στο δρόμο. Σχεδόν πέφτεις επάνω της χωρίς να το θέλεις. Βλέπεις βρίσκεται στο μόνο χώρο που μπορείς να αφήσεις το αυτοκίνητο πάνω στο δρόμο, ένα αυτοσχέδιο parking, μια μικρή αλάνα καλύτερα,  κοντά στο κεντρικό και ίσως  τον μόνο πλακόστρωτο δρόμο του χωριού. Στο gps βλέπαμε πολύ κοντά τη κρύπτη και έτσι ό ένας βάλθηκε να ψάχνει πάνω από το τοιχάκι, η άλλη κατά μήκος και ο τρίτος εκεί γύρω.  Αυτή τη κρύπτη έπρεπε να τη βρούμε, δεν ήθελα με τίποτα οι 2 φίλοι μου να φύγουν με «άδεια χέρια». Τι ψυχή θα παραδώσω μωρέ αν δε μπορέσω να προσφέρω την ικανοποίηση εύρεσης μια κρύπτης σε 2 muggles?
Έτσι λοιπόν μετά από ένα 5λεπτο ψάξιμο η κρύπτη GC1XCZY με το πολύ απλό όνομα Leshten Cache αποκαλύφθηκε μπροστά μας πίσω από μια πέτρα στο εν λόγω τοιχάκι.


 Δε θα μπορούσε να ήταν καλύτερη αρχή καθώς η κρύπτη ήταν αρκετά πλούσια αφού εκτός από τα γνωστά logbook και μολύβι περιείχε επίσης και μερικά δωράκια καθώς και ένα ξύλινο πυρογραφημένο Τσέχικο geocoin  http://en.wikipedia.org/wiki/Geocoin το οποίο και πήρα αφήνοντας στη θέση του το δικό μου αντάλλαγμα.


Η επόμενη κρύπτη GC46KG1 είχε το πολλά υποσχόμενο όνομα Leshten Panorama Geocache. Οι οδηγίες έλεγαν ότι η κρύπτη βρίσκεται σε έναν από τους λόφους του χωριού κοντά σε ένα παραδοσιακό πήλινο, ναι !!! , πήλινο σπίτι.

Αφού «κόψαμε αζιμούθιο» από το σημείο που ήμασταν, ξεκινήσαμε. Για να φτάσουμε θα έπρεπε να πάμε πιο πίσω, να ανεβούμε ένα χωματόδρομο, να αποφασίσουμε ποια κατεύθυνση να πάρουμε σε ένα σταυροδρόμι, να κατεβούμε έναν άλλον χωματόδρομο να βγούμε φωτογραφίες σε ένα νεόχτιστο παραδοσιακό αρχοντικό και ελέγχοντας το gps να διαπιστώσουμε ότι είμαστε ακόμα μακριά  αφού δε φαινόταν κάποιος δρόμος που να φτάνει κατά στον προορισμό μας.


Χρειαζόμασταν να δυανίσουμε ακόμα καμία 200αρια μέτρα αλλά δε φαινόταν « φώς στο τούνελ». Έτσι αποφασίσαμε να το παίξουμε Νικολούλη και ρωτήσαμε κάποιους εργάτες σε μια κοντινή οικοδομή. Οι άνθρωποι με σπαστά Ελληνικά (πολύ σπαστά μιλάμε) μας έδειξαν τη κατεύθυνση και ξεκινήσαμε. Έκανε έκπληξη στη Κατερίνα το πώς μπορέσαμε να συνεννοηθούμε δείχνοντας τους  απλά το gps. Το μυστικό είναι ότι είχε οδηγίες και στα Βουλγάρικα. Αλλά την άφησα με την απορία για λίγο. Στο τέλος δεν άντεξα και της το ξεφούρνισα.

Το κακό είναι ότι ο φίλος μας μας έδωσε 2 επιλογές. Ή να συνεχίσουμε το δρόμο που ήδη ήμασταν ή να γυρίσουμε λίγο πίσω και να κάνουμε ένα ημικύκλιο από κεί που ήρθαμε. Προτιμήσαμε τη πρώτη επιλογή και κατεβήκαμε το δρόμο μέχρι να δούμε τη πυξίδα να μας δείχνει κατεύθυνση ορθής γωνίας και το αποστασιόμετρο τη μικρότερη μέχρι τότε απόσταση. Από κει που ήμασταν φαινόταν κάπως το πήλινο σπίτι, ή μάλλον η σκεπή του , ή μάλλον… μάλλον αυτό πρέπει να ήταν. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό το «μάλλον» ήταν μεν σε απόσταση καμιά 70 μέτρα από το μας αλλά τουλάχιστον 40 μέτρα ψηλότερα. Είπαμε σε λόφο βρισκόταν.  Δε το πολυσκεφτήκαμε: ο συντομότερος δρόμος είναι η ευθεία και τι αν ανάμεσα σε μας και σε αυτό βρισκόταν λασπωμένα χωραφάκια, πεσμένες περιφράξεις, αγκαθωτοί θάμνοι, γλυστερά χορτάρια και ξύλινοι φράχτες. Α! και ανηφόρα. 

Πήραμε λοιπόν τον ανήφορο και ήμασταν τυχεροί αφού από κάποιο σημείο και μετά είχε ένα μονοπατάκι που έκανε τα τελευταία μέτρα της ανάβασή μας ευκολότερα. Γέλια και πειράγματα στη διαδρομή και πάντα αμφιβολία αν πάμε σωστά. Στο τέλος βρεθήκαμε στο δρόμο έξω από το πήλινο σπίτι.


Δε ξέρω αν ήταν ιδιόκτητο, κοινοτικό, τουριστικό, ή καθημερινή κατοικία κάποιου. Ίσως και να καταπατήσαμε την ξένη ιδιοκτησία αλλά μπήκαμε σαν κύριοι στην αυλή και περιηγηθήκαμε θαυμάζοντας τη κατασκευή. Ήταν πραγματικά απίστευτη. Πέτρα για βάση και τοίχοι από πηλό, άχυρα στην οροφή, μια μοναδική εικόνα. Ένα κυκλικό, καφεκόκκινο, πήλινο σπίτι με πήλινα κουφώματα, ξύλινη πόρτα και κυκλική αχυρένια σκεπή με πήλινη καπνοδόχο.



 Ένα παραμυθένιο στη κυριολεξία σπίτι που περιμένεις να δεις τους 7 νάνους να ξεπορτίσουν, ή ακόμα και τα στρουμφάκια αν ζούσαν σε πήλινα σπίτια δηλαδή. Ακόμα και το μπαλκονάκι ήταν πήλινο όπως και τα παγκάκια και η βρύση. Από το μπαλκόνι καταλάβαμε και το όνομα της κρύπτης. Πραγματικό πανόραμα προς το όρος Πιρίν  στην ενδοχώρα  της Βουλγαρίας.


 Έχω την εντύπωση ότι στη περιοχή υπάρχει ένα παρόμοιο τουριστικό χωριό αλλά αυτό το πήλινο σπιτάκι δεν ανήκε εκεί. Ευτυχώς κανένας δεν μας έδιωξε και έτσι μετά τις φωτογραφίες το αφήσαμε για να πάμε για τη κρύπτη. 

Ψάχναμε στο γύρω χώρο και τελικά το gps μας έβγαλε και πάλι πάνω στη περίφραξη. Και δεν ήταν δύσκολο μετακινώντας μια πέτρα στο τοιχάκι να βρούμε ένα κουτί από film που περιείχε μόνο το log book και ένα μολύβι. 

 


Πρίν πάρουμε τη κατηφόρα ο Γητευτής των Αλόγων Φρανκ άρχισε τις κοινωνικές συναναστροφές με τα μοναδίκά ζωντανά όντα που είδαμε να κυκλοφορούν στο χωριό.


Περπατούσαμε στο πλακόστρωτο ανάμεσα σε ξύλινα, πέτρινα και αχυρένια σπίτια σαν να ήμασταν στο παραμύθι με τα 3 γουρουνάκια. Ευτυχώς δεν υπήρχε ο κακός ο λύκος παρά μόνο ησυχία και λουλουδιασμένα παράθυρα. 

 Ο κεντρικός δρόμος (και μάλλον μοναδικός) σε έκανε να νομίζεις ότι περπατάς στο παρελθόν. 


Τελικά διαπιστώσαμε ότι το κατηφορικό πλακόστρωτο οδηγούσε, που αλλού, στο parking εκεί που είχαμε βρει τη πρώτη κρύπτη. Αν υπήρχε καλύτερη χαρτογράφηση ή αν οι οδηγίες ήταν καλύτερες ή  αν είχαμε μελετήσει καλύτερα δε θα χρειαζόταν να κάνουμε  ολόκληρο κύκλο και να περάσουμε τα πάνδεινα για αν βρούμε τη κρύπτη. Τότε όμως δε θα είχαμε την ευκαιρία να περάσουμε τόσο όμορφα, να περιηγηθούμε στα αξιοθέατα (βλέπε λασπωμένα χωράφια) του χωριού και να υπερβάλουμε εαυτόν για να φτάσουμε στο στόχο μας.

Η υπόλοιπη μέρα καταναλώθηκε στο Άνω Νευροκόπι. Gotse Delthcev στα Βουλγαρικά  ή κάπως έτσι. Τη κομώπολη της περιοχής. Το Ελληνικό τοπωνύμιο μαρτυρά την Ελληνική παρουσία στη περιοχή πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους και πριν τις ανταλλαγές πληθυσμών και εδαφών με τη γείτονα σε παλιότερες μαύρες εποχές.

Εκεί δεν είχαμε την ευκαιρία παρά μόνο να κυκλοφορήσουμε στην αγορά του Άνω Νευροκοπίου, γεμάτη από Έλληνες λόγω της αργίας.


 Άρα δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον να αναφέρω στη συνέχεια. Παρά μόνο τον Κύριο Πέτρο, τον Δραμινό συνταξιούχο που παράτησε την Ελλάδα για να έρθει στα 75 του να ζήσει στη Βουλγαρία αφού με τα 425 euro σύνταξη που του άφησε ή τρόϊκα και οι ντόπιοι συνεργάτες της δε μπορούσε να τα βγάλει πέρα στην πατρίδα. 

Κύριοι ιδού τα επιτεύγματά σας.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όπως πάντα μας ταξιδεύεις σε νέες περιπέτειες. Μπράβο Γιώργο
Απο: Χρήστος

Δημοσίευση σχολίου