Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Φαντάσματα του Παρελθόντος Μέρος Β'



27 Οκτωβρίου 20112
Η σημερινή ανάρτηση είναι ένα ταξίδι στην ιστορία.

Αφορμή η κατά λάθος «ανακάλυψη» του Κάστρου της Βυζαντινής Ξάνθειας. Τόσα χρόνια νόμιζα ότι η πινακίδα «Βυζαντινή Ξάνθεια» στεκόταν ειρωνικά μπροστά από τη δεξαμενή πάνω από τη Μονή Ταξιαρχών (Ιερατική Σχολή). Αναφέρω τη λέξη «ειρωνικά» γιατί χωρίς να γνωρίζω, νόμιζα ότι αναφέρεται μόνο στο όρθιο κομμάτι του τοίχους που βρίσκεται δεξιά στο χωματόδρομο και στα απομεινάρια τοίχους πίσω από το ξωκλήσι του Προφήτη μετά από το κιόσκι.

Βέβαια το σημείο είναι επίσης γνωστό και σαν «η ακρόπολη της Ξάνθειας» αλλά θεωρούσα ότι δεν είχε απομείνει και τίποτα που να στηρίζει αυτή τη θεωρεία.

Σε μια φθινοπωρινή πρωινή βόλτα λοιπόν,τέλη Οκτωβρίου, μόλις είχε ξημερώσει, με αρκετό αέρα και κρύο που έχει αρχίσει να βγάζει τελευταία,  βρέθηκα στο γηπεδάκι της Ιερατικής και το «πήρα λίγο ανοιχτά» δηλαδή αντί να πάω ευθεία στον Προφήτη Ηλία, προτίμησα να περπατήσω στα όρια του λόφου για να φτάσω μέχρι την υδατοδεξαμενή που τόσο καιρό σνόμπαρα.

Μερικά μέτρα πριν, στα αριστερά,  είδα κάτι ξύλινα σκαλάκια να κατηφορίζουν το λόφο με ανατολική κατεύθυνση. Είπα να τα ακολουθήσω για λίγο γιατί άλλωστε «πόσο μέσα μπορεί να πηγαίνουν αφού είναι δάσος, ε! το πολύ-πολύ ένα μονοπατάκι μερικών μέτρων και μετά επιστροφή στο ίδιο σημείο.»

Το μονοπατάκι όμως συνέχιζε και γω το ακολούθησα γεμάτος περιέργεια. Δεν είχα κάνει πολλά μέτρα αλλά το έβλεπα μπροστά μου να συνεχίζει μέσα  στα δάσος και στη πυκνή βλάστηση, χωρίς να κατεβαίνει χαμηλά  όπως αρχικά είχα νομίσει. Τραβερσάριζε παράλληλα το λόφο και η αλήθεια είναι ότι ένιωσα και μια μικρή ανησυχία για την άγνωστη κατεύθυνση που ακολουθούσα. Η περιέργεια όμως ήταν μεγαλύτερη από το φόβο και συνέχιζα.

Όχι μακριά από τη είσοδο του μονοπατιού η πρώτη μεγάλη έκπληξη. Τόσο μεγάλη όσο και το θεόρατο τοίχος που βρέθηκε ξαφνικά στα δεξιά μου. Λόγω της βλάστησης δεν είχα συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του τοίχους στο πλάι και στη κυριολεξία ένιωσα σαν να εμφανίστηκε από το πουθενά μόλις πέρασα από τα δέντρα και τους θάμνους που το έκρυβαν. 


Με τους τεράστιους βράχους στη βάση του στεκόταν σαν ακούνητος γίγαντας δίπλα από το μονοπάτι. Χάζευα μαγεμένος την επιβλητική θωριά του και θαύμαζα τη θεόρατη κατασκευή του. Εκεί πρέπει να βρίσκεται το υψηλότερο σημείο του αφού η κορυφή του τοίχους θα ‘ταν καμία 10αριά μέτρα πιο πάνω.

Το τοίχος συνεχίζει παράλληλα με το μονοπάτι. Για την ακρίβεια έφτιαξαν το μονοπάτι παράλληλα με το τοίχος ίσως και πάνω στα χνάρια ενός αρχαίου μονοπατιού. Αλλού εξίσου ψηλή και επιβλητική, αλλού χαμηλότερη και αλλού έως και ανύπαρκτη και γκρεμισμένη η κατασκευή συνεχίζει και σχηματίζει σχεδόν τετράγωνο πάνω στη περιφέρεια της κορυφής του λόφου.


 






 Σε κάποιο σημείο μάλιστα το μονοπάτι περνάει μέσα από το κάστρο αφού βλέπεις πλέον κτίσματα στα αριστερά σου και μάλιστα φαίνεται κάτι σαν τούνελ ή κάτι σαν διπλό τοίχος ή σαν ερείπια ενός πύργου . Μάλιστα επειδή είναι εσωτερική επιφάνεια είναι ορατή μία κοκκινωπή επίστρωση, κάτι σαν σοβάς,  σε αντίθεση με την ανώμαλη επιφάνεια της τοιχοποιίας που είχα συναντήσει νωρίτερα.










Κάνοντας το κύκλο το κάστρο εξαφανίζεται. Προς τη πλευρά της πόλης βλέπεις ελάχιστα απομεινάρια της οχύρωσης να έχουν πνιγεί μέσα στη βλάστηση. Γυρνώντας προς το χωματόδρομο που οδηγεί στο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία συναντάς το πιο γνωστό κομμάτι του τοίχους αφού είναι ορατό ακόμα και από τη πόλη. Η δομή του είναι διαφορετική. Αντί για τεράστιους στρογγυλοποιημένους βράχους έχει χρησιμοποιηθεί πολύ λάσπη και μικρότερες πέτρες για τη κατασκευή αυτού του κομματιού. 










Το κάστρο τοποθετείται ιστορικά στους μεταβυζαντινούς χρόνους. Έχει ανάλογες υποδομές όπως οι οχυροματικοί πύργοι και δεξαμενές νερού  αλλά λόγω της ανύπαρκτης αρχαιολογικής τους αξίας δεν έχουν γίνει ενέργειες για την αξιοποίηση του. Υπάρχουν θεωρίες που λένε ότι ο οικισμός που προϋπήρχε  και καταστράφηκε από πυρκαγιά πριν από το 1850 ήταν ο απόγονος της  Βυζαντινής Ξάνθειας και στη συνέχεια η τωρινή Παλιά πόλη της Ξάνθης έχει στοιχεία από το παρελθόν αφού οι σχηματισμοί των σπιτιών και ο σχεδιασμός των δρόμων με καμπυλώσεις, στενέματα και αδιέξοδα ήταν χαρακτηριστικό των βυζαντινών οικισμών. Δες σχετικά εδώ και εδώ  .

Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχε και η Αρχαία Ξάνθεια αλλά η ακριβής τοποθεσία της δεν έχει επαληθευτεί και τοποθετείται ανατολικότερα και λίγο πιο νότια κοντύτερα στη λίμνη Βιστωνίδα. Έτσι δεν ταυτίζεται η αρχαία Ξάνθεια με τη Βυζαντινή. Περισσότερα σχετικά ιστορικά στοιχεία εδώ

Μια ενδιαφέρουσα μελέτη όχι μόνο για το κάστρο της Βυζαντινής Ξάνθειας αλλά γι αολόκληρη τη περιοχή μας θα βρείτε εδώ.


Πολλοί θρύλοι συνδέουν το κάστρο με τη Βασίλισσα Ξανθίππη και μιλούν για υπόγεια τούνελ που έφταναν μέχρι το Κόσυνθο ή για μία τεράστια σήραγγα από  όπου περνούσε το ολόχρυσο άρμα της Βασίλισσας για φτάσει μέχρι το Πολύστηλο και τα Αρχαία Άβδηρα για να πάρει το  μπάνιο της. Επίσης πολλές ιστορίες με χρυσοθήρες, σπηλιές και άλλοι θρύλοι έχουν δώσει μια υπερφυσική υπόσταση στη τοποθεσία. Μέχρι και ότι όλος ο λόφος είναι κούφιος και ότι ακόμα μέσα του φυλάει τον θησαυρό της Ξανθίππης. Μάλλον η Ξανθίππη είναι περισσότερο μυθικό πρόσωπο και όχι πραγματικό, πιθανόν να βρέθηκαν νομίσματα στη περιοχή αλλά σίγουρα όχι ο θησαυρός της Βασίλισσας, και όσο αφορά τις σπηλιές και αυτό πρέπει να είναι αλήθεια αφού στη περιοχή υπήρχε αρχαίο ορυχείο. Κάποια είσοδος του ορυχείου είναι ακόμα ορατή πάνω στο δρόμο Ξάνθης Σταυρούπολης. Μάλιστα λέγεται ότι πριν καμιά 40αρια χρόνια το δασαρχείο ή η αστυνομία ανατίναξαν και έκλεισαν κάποιες εισόδους του ορυχείου γιατί είχαν χαθεί άνθρωποι ψάχνοντας το περίφημο μέν ανύπαρκτο δε θησαυρό. 


Θρύλοι, μύθοι, ιστορίες παραμύθια, αλήθειες ή ψέματα. Όπως και να έχει με ή χωρίς χρυσό, αρχαίο, βυζαντινό ή νέο, μισογκρεμισμένο ή μισοδιατηρημένο το κάστρο βρίσκεται εκεί. Φαντάσματα του παρελθόντος κρατούν καλά φυλαγμένα τα μυστικά τους και η πυκνή βλάστηση φροντίζει να κρύβονται όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνάει.

 Η δεξιά εικόνα στην τελευταία ιστοσελίδα που παραθέτω ίσως να είναι και η μοναδική σύγχρονη φωτογραφία που βρήκα και δείχνει τη πραγματική δομή και το σχήμα του κάστρου. 

Μακάρι κάποτε να το ξαναδούμε έτσι.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Απ' τα ψηλά στα χαμηλά ή ... πόδια ερμητικά σφιχτά


 3/11/2012

Αυτή ήταν η 2η φορά που ανεβαίναμε στο Τσάλ (Αχλαδόβουνο) και αφού για τη 1η έχω κάνει τη σχετική περιγραφή δε βρίσκω το λόγω να αναλωθώ στα ίδια. Άλλωστε έχουμε τόσα νέα να πούμε αλλά οποίος έχει όρεξη να θυμηθεί τα περί της προηγούμενης περιήγησης μπορεί να το κάνει εδώ.

Αυτή τη φορά ήμασταν 2 ομάδες . Η ομάδα Α αποτελούμενη από την αφεντιά μου και τον Τάσο ξεκινήσαμε από το πλάτωμα πίσω από το Μακάριο, στη ποτίστρα αφού πρώτα διαλύσαμε το ένα αυτοκίνητο στο κακοτράχαλο και εντελώς ακατάλληλο χωματόδρομο πάνω από το Πίλημα. Είκοσι λεπτά νωρίτερα είχαμε αφήσει το άλλο αυτοκίνητο στο Γέρακα αφού εκεί ήταν το σημείο που είχαμε προγραμματίσει να κατεβούμε.

Η ομάδα Γ με τους Αλέξη, Ηλία, Σάββα και Σταμάτη ξεκίνησαν από την Ιερατική σχολή με σκοπό να κάνουν όλη τη διαδρομή μέχρι το  Μακάριο, νε περάσουν τον Οξίλοφο και να φτάσουν στο πλάτωμα για την ανάβαση.  Δηλαδή συν 4.5 και βάλε χιλιόμετρα στη πλάτη τους γεγονός που μας έδινε ένα "προβάδισμα ασφαλείας".

Που βρισκόταν ... που θα φτάσουν!
 Η επικοινωνία των 2 ομάδων γινόταν με ασύρματο και έτσι προσπαθούσαμε κάθε φορά να εφεύρουμε  περιγραφικά τοπωνύμια για να καταλάβει η μία ομάδα μέχρι που έχει φτάσει η άλλη. Έτσι όταν εμείς είχαμε φτάσει στο "καστράκι" αυτοί είχαν αρχίσει ήδη την "ανηφόρα" ενώ όταν εμείς πλησιάζαμε στο "δεξιό διάσελο" αυτοί είχαν περάσει τη "διχάλα".

Όπου "καστράκι" τα ερείπια μίας πετρόχτιστης κατασκευής σαν απομεινάρια κάστρου στη δεύτερη κορυφή, "ανηφόρα" το διάσπαρτο με πέτρες αρχικό ανηφορικό κομμάτι ακριβώς πάνω από τη ποτίστρα,  "δεξιό διάσελο" η ομώνυμη  πλευρά του διάσελου που σχηματίζεται μεταξύ της 2ης και της προτελευταίας κορυφής, και "διχάλα" το κομμάτι πριν από το "καστράκι" που σχηματίζει μια ανάποδη σφεντόνα και μπορείς να προσεγγίσεις τη περιοχή είτε από δεξιά είτε από αριστερά. 

Μέχρι και αποστολή των στιγμάτων με sms είχαμε επιστρατεύσει για το προσδιορισμό της θέσης.

Η προ-πορεία που είχαμε μας έδινε το δικαίωμα να καθυστερούμε όσο θέλουμε για φωτογραφίες ή για να θαυμάσουμε το τοπίο το οποίο από κει πάνω είναι καταπληκτικό. Μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων που βλέπεις καθημερινά. Το Αυγό, η Μελτή και όλες τις  τριγύρω κορυφές που συνήθως τα βλέπουμε από το Νότο αλλά και τα πομακοχώρια , τώρα τα βλέπαμε από την αντίθετη πλευρά και παρουσίαζαν πραγματικά μια εξαιρετική εικόνα.

Όλα από την ανάποδη
 Λίγο πιο πάνω στο «καστράκι» ανάπαυση για φωτογραφίες και για μία ανάσα και λίγο αργότερα αφού το περάσαμε αντιληφθήκαμε ότι θα ήταν καλύτερα να είχαμε πάρει τη δεξιά πλευρά και όχι την αριστερή που περπατούσαμε παράλληλα με το τοίχος. Θεωρώ ότι όσα μέτρα μπορείς να γλυτώσεις είναι όφελος.

Το πρώτο καστράκι
Παρά την άνεση του χρόνου και παρ’ όλου που βάδιζα σε «γνωστά μονοπάτια», η διαδρομή μου φάνηκε κομματάκι κουραστική και ακριβώς στους πρόποδες της τελικής ανηφόρας προς τη κορυφή, κάποια ίχνη κράμπας στα πόδια  είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Πολύ νερό και ηλεκτρολύτες προσπάθησαν να ανακουφίσουν τη κατάσταση αλλά αυτό που τελικά έμεινε ήταν μόνο η γεύση σκουριάς στο στόμα. Αυτή προσπαθήσαμε να τη καταπολεμήσουμε με ένα παστέλι σοκολάτα για να πάνε τα φαρμάκια κάτω.  Α! ακόμα ένα «καστράκι» στην κορυφή αριστερά μας. Μια φωτογραφία από μακριά και συνεχίζουμε.

Καστράκι, Τάσος, Κορυφή
 Τελικά οι δυό μας Φτάσαμε στη κορυφή και πήραμε μια ανάσα μέσα στο "όρυγμα".  Ένα μικρό, κυκλικό, πετρόχτιστο καταφύγιο που προσφέρει ξεκούραση στους επισκέπτες και προστασία σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών (όπως δηλαδή αυτών που είχαμε συναντήσει κατά τη πρώτη μας ανάβαση στα μέσα του περυσινού Νοέμβρη). Αυτή τη φορά ευτυχώς οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες και δε χρειάστηκαν οι υπηρεσίες του ορύγματος και έτσι είχαμε την ευκαιρία για περιήγηση και φωτογραφίες μέχρι να έρθει και η ομάδα Γ δηλαδή η Γρήγορη ομάδα. Άρα εδώ αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει το Α στη δική μας ομάδα... ;)

Μας πήρε πάνω από 2 ώρες για να διανύσουμε τα 4 χιλιόμετρα μέχρι τη κορυφή. Αυτή τη φορά το gps έγραφε 1436 μέτρα. Δε βγάζεις άκρη με τις ενδείξεις υψομέτρου αυτών των ηλεκτρωνικών gps. Τη προηγούμενη φορά στο ίδιο σημείο ένα άλλο μοντέλο έδειχνε 1418 μέτρα ενώ στην αναφορά του Νίκου Κρούπη  το ύψος υπολογίζεται χαμηλότερα στα 1402 μέτρα. Αργότερα στο gps του Σάββα και πάλι ανέβηκε στα 1417 μέτρα. Τέλος πάντων μικρό το κακό.

Τι να πείς για τη θέα πάνω από το Τσάλ. Από τόσο ψηλά βλέπεις το ανάγλυφο όλης της περιοχής Στο βάθος η Βιστωνίδα και το Θρακικό πέλαγος. Η Θάσος αχνοφαινόταν ενώ καταχνιά κάλυπτε τη Σαμοθράκη. Κοντύτερα το Αυγό, το ενδιάμεσο και η Μελτή από την «ανάποδη». Αριστερά χαμηλώτερα τα πομακοχώρια και τα ανάλογα υψώματα φαίνονται σαν χάρτης 3D. Στα βόρεια η άλλη κορυφή με τις κεραίες λίγο μακρύτερα η Σταυρούπολη μέσα στην ομίχλη, στο βάθος τα βουνά της Λεκάνης και ο Κεχρόκαμπος. Τι video και τι φωτογραφίες τραβήχτηκαν δε λέγεται. Στατικές, πανοραμικές, σφαιρικές, ότι θές.

Πανόραμα κορυφής
 

Κάτω στους πρόποδες βλέπαμε και τους συνοδοιπόρους μας που φαινόταν σαν μικρές κινούμενες κουκίδες στο βάθος. Δύο κουκίδες πιο κοντά, μία λίγο μακρύτερα και ακόμα μία λίγο πιο πίσω. Οι τέσσερεις τους είχαν κάνει τα παραπάνω χιλιόμετρα που σημαίνει τουλάχιστον 1 ώρα διαφοράς αλλά τελικά είχαν καταφέρει κα την είχαν μειώσει αρκετά πιο κάτω από μισή . Εμείς, και καλά … πρωτοπόροι  και σαν πιο … έμπειροι,  από ψηλά τους δίναμε και οδηγίες. –«Πάρτε το δεξί μονοπάτι, αποφύγετε εκείνο το σημείο...» κτλ. Αυτοί βέβαια είχαν βρει άλλον τρόπο να … ντοπάρονται. Ποντιακά στο ραδιόφωνο και έβγαζαν φτερά στα πόδια.

Ε-ε-ερχονται!!!
 Ο Σάββας με τον Σταμάτη έφτασαν πρώτοι. Καλημέρες, χαιρετούρες και έκατσαν και αυτοί να πάρουν την ανάσα τους.  Με τον Σταμάτη ήταν η πρώτη φορά που γνωριζόμασταν. Κάτι μου λέει όμως ότι θα γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της περιπατητικής παρέας.

Χάσαμε από το οπτικό μας πεδίο τον Ηλία. Είχε προτιμήσει να ανεβεί από πιο αριστερά θεωρώντας πιο εύκολη την ανάβαση από εκεί. Αμ δε! Ο Αλέξης πάλι προτίμησε να το πάρει «καρφί» με τη μία μέχρι επάνω. Λογικό να του βγει η γλώσσα λίγο πριν τη κορυφή.

Δεν είναι καμία δύσκολη ή απαιτητική η πορεία μέχρι πάνω. Αλλά όταν κάνεις 800 μέτρα υψόμετρο σε 4 χιλίομετρα σε βραχώδες και ξερό έδαφος, ε! εντάξει, δε το κάνεις και σαν να βγαίνεις βόλτα στη πλατεία. Πόσο μάλλον που οι τέσσερεις τους κάναν τη διπλάσια και βάλε διαδρομή.

Οι κεραίες στο  ύψωμα απέναντι
Κορυφή Αχλαδόβουλου. Υψομετρικό & "βωμός"









Ξεκούραση, και άλλες φωτογραφίες, ανασκόπηση της διαδρομής και η σχετική πλάκα και αποφασίσαμε να πάρουμε τη κατηφόρα.
Ήδη κάποιοι από εμάς μοιάζαμε και ήμασταν αρκετά καταπονημένοι αλλά βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουμε εκεί πάνω. Βάση του προγράμματος θα κατεβαίναμε από τη Βορειοανατολική πλευρά για να καταλήξουμε στο Γέρακα. Ένα μικρό χωρίο 1100 μέτρα χαμηλότερα σε απόσταση  ευθείας 3+  χιλιόμετρα.

Συνήθως αυτή η διαδρομή γίνεται ανάποδα. Δηλαδή όταν πρόκειται για διάσχιση οι αποστολές από ορειβατικούς συλλόγους προτιμούν να ανεβούν από το Γέρακα και να κατεβούν από στην Ιερατική Σχολή. Παρόλο που τρώνε στην αρχή την μεγάλη ανηφόρα εν τούτοις αποδεικνύεται λιγότερο κουραστική στο σύνολο και βέβαια δεν υπάρχει τόσο μεγάλη καταπόνηση στα πόδια γενικά. Τη διαδρομή Ιερατική-Μακάριο την επιλέγουν για να πάνε και να γυρίσουν από το ίδιο σημείο. Εμείς είχαμε διαλέξει το ανάποδο. Δυστυχώς δε γνωρίζαμε τι μας περιμένει αν και είχαμε αρχίσει να το υποπτευόμαστε. 

Στην αρχή η κατηφόρα είναι στο κλασικό ξερό πετρώδες έδαφος του Τσάλ. Είναι η αρχή και δεν αντιλαμβάνεσαι ακόμα τη προσπάθεια που χρειάζεται να κάνεις για να μη σε πάρει η κατηφόρα. Βέβαια η κόντρα που βάζεις στα πόδια σε συνδυασμό με τη κούραση της προηγούμενης αναβασης αρχίζουν να κάνουν τους μύς να δουλεύουν υπερωρίες.

Αρχίζει η κατηφόρα.
Πιο κάτω το έδαφος αποκτά λίγο χρώμα. Αν ήταν Άνοιξη θα ήταν πράσινο. Αρχές Νοέμβρη όμως είναι στο χρώμα του ξερόχορτου και τα λιγοστά γυμνά δέντρα δεν προσφέρουν και καμία ομορφιά.  Η ομορφιά όμως είναι τριγύρω. Αν κοιτάξεις επάνω βλέπεις το κομμάτι που έχεις κατεβεί και σκέφτεσαι που ήσουν πριν από λίγο. Μπροστά σου χαμηλά δεξιά το Πίλημα και κεντροαριστερά ο στόχος σου, ο Γέρακας σαν αλπικά χωριά, ξεχωρίζουν τα κεραμίδια τους μέσα στα πράσινα δάση.  Μπροστά και πιο μακριά πέρα από το δρόμο τα πομακοχώρια και τα κυματιστά καταπράσινα υψώματα. Στο τέλος αυτής της κατηφόρας ένας βραχίονας με λιγότερη κλίση σου επιτρέπει λίγη ξεκούραση αλλά το έδαφος είναι τόσο βραχώδες που δε το φχαριστίεσαι και πολύ. Είναι όμως το κατάλληλο μέρος για να θαυμάσεις τη θέα. Από κει αισθάνεσαι τα χωρία ακριβώς από κάτω σου. Ένας πήδος και έφτασες. Ένας πήδος από ύψος 600 και βάλε μέτρων όμως.

Οχι δεν ετοιμάζεται να πηδήξει.     Στο βάθος Πίλημα.
Εχουμε ακόμα
Τι δε κατάλαβες;










Και πάω, πάω, πάω και πάω να κατεβωωωωω!!!
Αφού συνεχίζεις σε βραχώδη ξερή κατηφόρα μπαίνεις στο δασάκι. Ήδη τα πόδια έχουν καταπονηθεί αρκετά. Πατούσες, αστράγαλοι, γόνατα (αχ! βαχ), μπούτια … αν είσαι καλά προετοιμασμένος και προπονημένος δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Αν είσαι όπως εγώ … βράσε όρυζα. Δεν ήξερα τι να πρωτοπροστατέψω. Από τη μέση και κάτω ένιωθα όλο μου το κορμί να πονάει. Κράμπες, καταπόνηση, τριβή ε! μια ταλαιπωρία την έτρωγα. Μη περιμένεις φωτογραφίες από δω και κάτω. Τα χέρια έπιαναν ότι διαθέσιμο κλαδί υπήρχε και δε μπορούσαν να απασχοληθουν για φωτογράφιση. Άλλωστε ποιός είχε όρεξη για φωτογραφίες εκείνη τη στιγμή;
Εκεί που νομίζεις ότι μέσα στο δασάκι θα καλυτερεύσουν τα πράγματα ανακαλύπτεις ότι κάνεις λάθος. Σίγουρα τα κλαδιά βοηθάνε να πιάνεσαι και να κατεβαίνεις αλλά με τη προϋπόθεση ότι δεν είναι ξερά και σάπια γιατί σε αυτή τη περίπτωση κινδυνεύεις να κατέβεις κουτρουβαλόντας αν κάνεις το λάθος και διαλέξεις ένα σάπιο κλαδί που δε μπορεί να αντέξει το βάρος της κούρασης σου. Έτσι και αλλιώς και το δασάκι ήταν εξίσου κατηφορικό και άρα κουραστικό και άρα επίπονο.

Εδώ ξέχασα να αναφέρω ότι όλη η διαδρομή είναι καλοσημαδεμένη και τουλάχιστον τα καλοσχηματισμένα πορτοκαλί σημάδια ήταν μια παρηγοριά ότι ακολουθούσαμε τη σωστή πορεία.

Μιλάμε για πολύ βράχο. Άλλες φώτο δεν έχει. Τερμα .-
Και είχες και το Σάββα που προπορευόταν να σου λέει από τον ασύρματο  –«Πω ρε μάγκα εδώ έχει ένα σημείο ... πολύ ζόρι». Τι ήταν πάλι αυτό που άκουσαν τα αυτιά μου? Δηλαδή η μέχρι τώρα πορεία ήταν εύκολη και σε κάποιο σημείο έγινε ζόρι? Όχι ρε συ, κάποιο λάθος θα έκανε,  το ζόρι το είχαμε φάει, το τρώμε και θα συνεχίσουμε να το τρώμε μέχρι να βγούμε Γέρακα. Πόσο πιο ζόρι δηλαδή? 

Το επόμενο διάστημα πέρασε προσπαθώντας να ανακαλύψουμε το «ζόρι». Κάθε δυσκολία μας έκανε να πιστεύουμε ότι το βρήκαμε και το προσπεράσαμε. Μέχρι το επόμενο, μέχρι το … πραγματικό.
Λίγο πριν από το τέλος της ταλαιπωρίας μας, πάνω στο τσακίρ κέφι που όλοι μας οι μυς δεν υπήρχε περίπτωση να πονάνε περισσότερο (βασικά εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια αλλά φαντάζομαι ότι ο Τάσος και ο Ηλίας που βρισκόταν στο ίδιο σημείο ένιωθαν ακριβώς το ίδιο), τη στιγμή που ήμασταν σίγουροι ότι είχαμε περάσει κάθε «ζόρι»,  το ίδιο το «ζόρι» αυτοπροσώπως μπροστά μας.

Ρε μάγκα μου τι κατηφόρα ήταν αυτή?  Από πού να πρωτοπιαστείς και πού να πρωτοκατεβείς? Που να πρωτοπατήσεις? Ποιος βράχος είναι ο καλύτερος για να ακουμπήσεις? Πώς το κατεβαίνουν αυτό το πράμα?  Που είναι τα κλαδιά όταν τα χρειάζεσαι?  Βέβαια κάθε σκέψη να γυρίσουμε πίσω απορρίφτηκε εν τη γένεση της και κάθε κύτταρο του μυαλού μας έψαχνε τρόπο να βρει τρόπο για να κατεβούμε από κει. Λίγα μετρά πιο κάτω ήταν αυτό που έμοιαζε με το τέλος των βασάνων μας.  Συνέχεια του δάσους σε ένα ίσιο (ναι ίσιο!!!) έδαφος και ένα μονοπάτι που φαινόταν ότι οδηγούσε στο χωριό. Μωρέ θα κατεβαίναμε από κεί ακόμα και αν χρειαζόταν να πετάξουμε.

Τελικά δε χρειάστηκε ούτε και αυτό αφού πάνω στο ζόρι μας κάναμε τις σωστές επιλογές και με τη σχετική δυσκολία σε λίγο βρισκόμασταν πάνω στο μονοπάτι.  Επιτέλους ισιάδα. Γύρισα και έριξα μια ματιά πίσω. Μέσα στο τα δέντρα και στα κλαδιά ξεχώριζε ο τεράστιος κάθετος βράχος που μόλις είχαμε κατεβεί. Ποιος είχε όρεξη για φωτογραφίες όμως?
 
Μετά από περίπου δυόμιση ώρες συνεχούς κατηφόρας  διανύοντας πάνω από 3 χιλιόμετρα, είχαμε σχεδόν φτάσει. Μας χώριζαν περίπου 500 μέτρα από το σημείο που αφήσαμε το αυτοκίνητο και πλέον ένιωθα ότι τα πόδια μου είχαν αποφασίσει να ανεξαρτητοποιηθούν και να προχωράνε μόνα τους, χωρίς τη δική μου θέληση. Στη κυριολεξία πήγαινα σαν ξεβιδωμένος (το ένιωσα στα βλέμματα του Σταμάτη, του Σάββα και του Αλέξη που είχαν φτάσει νωρίτερα και με έβλεπαν να κατεβαίνω τον κατηφορικό δρόμο του χωριού  αλλού πατώντας και αλλού πηγαίνοντας).

Πραγματικά φάγαμε μεγάλη ταλαιπώρια. Τόσο η ομάδα Γ, που μη ξεχνάμε οτι έκανε και τα παραπάνω χιλιόμετρα, όσο και εμείς, λόγω της άγνοιάς μας για τη διαδρομή, υποβάλαμε τους εαυτούς μας σε μια αρκετά δύσκολη δοκιμασία. Δε θέλω να υπερβάλω. Σίγουρα πολύς κόσμος έχει κάνει την ίδια διαδρομή και μάλλον δε τη περιγράφει του σαν κάτι τόσο φοβερό και τρομερό. Αλλά για μένα ήταν. 

Τέσσερεις μέρες μετά και ακόμα ένιωθα όλους τους μυς των ποδιών μου να είναι σφιγμένοι (ερμητικά μιλάμε) και να πονάνε.  Αυτό δε σημαίνει ότι και οι υπόλοιποι ήταν στα ίδια χάλια. Όσοι είχαν καλύτερη φυσική κατάσταση αποθεραπευτήκαν πολύ πιο γρήγορα.

Αν γνωρίζαμε καλύτερα ίσως να αποφεύγαμε αυτή τη διαδρομή. Αλλά σε αυτή τη περίπτωση δεν θα ζούσαμε ποτέ αυτή την εμπειρία, δε θα συναντούσαμε ποτέ αυτή την υπέροχη θέα, δε θα νιώθαμε ποτέ αυτή την φανταστική αίσθηση του να είσαι ψηλά, ψηλότερα από ότι υπάρχει εκείνη τη στιγμή (κάτι σαν αετός ένα πράμα) και βέβαια δε εξερευνούσαμε  ποτέ τα όριά μας. Μέχρι την επόμενη φορά τουλάχιστον.   ;)

Για όποιον ενδιαφέρεται, η διαδρομή από το Μακάρι και μετά υπάρχει στο Trimble Outdoors

Θα πάρω και τη διαδρομή της ομάδας Γ και θα την ανεβάσω και αυτή εντός ολίγου.

Μάλλον δε πρόκειται να ξαναεπιχειρήσω την ίδια διαδρομή αλλά πολύ θα ήθελα να ξαναπάω στο «ζόρι» και να το ανεβώ αυτή τη φορά. Και να βγάλω και φωτογραφίες.

 Τι λέτε μάγκες? Αντέχετε άλλο «ζόρι»?



Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Φαντάσματα του παρελθόντος Μέρος Α'



Κυριακή 21/10/12

Ναι ο τίτλος είναι κάπως! Πιθανόν να αναρωτιέστε τι με έπιασε και έμπλεξα τα φαντάσματα σε ένα blog που έχει να κάνει με περιπάτους στα πέριξ και βολτίτσες για να περάσει η ώρα. Πρώτα απ’ όλα να εξηγήσω ότι ο τίτλος είναι κλεμμένος. Από πού τον έκλεψα? Κάντε μία βόλτα εδώ  να μπήτε στο κλίμα και ξαναγυρίστε να συνεχίσουμε από δώ που μείναμε.

Εδώ και πολύ καιρό ο Μπάμπης έλεγε να με πάει κάπου από τα τόσα μέρη που έχει επισκεφθεί. Ε! κάποια στιγμή οι συνθήκες το επέτρεψαν και αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε ένα Κυριακάτικο πρωινό και να το διαπράξουμε. Προορισμός η περιοχή Κρωμνικού-Λιβερών.

Σκοτάδι ακόμα ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο από τη Ξάνθη αλλά καθώς δε θέλαμε να περπατάμε μέσα στη μαυρίλα το πηγαίναμε πολύ αργά. Περάσαμε τους Τοξότες και πήραμε την ανηφόρα για πάνω από τα Ιμερα και τη κορυφή του παρατηρητηρίου του Νέστου. Πιάσαμε τη κατηφόρα και φτάσαμε πάνω στο γλυκοχάραμα στη διασταύρωση του Κρωμνικού όπου το δρόμο είχε κλείσει ένα κοπάδι κατσίκια.  Έτσι όταν μετά από λίγο σταματήσαμε πριν τα Λιβερά για να αρχίσουμε τη πορεία μας είχε ίσα-ίσα φέξει και πετύχαμε τη κατάλληλη ώρα.

Που χώρος για στάθμευση της προκοπής εκεί κοντά. Αφήσαμε το αμάξι δεξιά δίπλα από το δρόμο κοντά σε ένα μικρό ξύλινο κιόσκι και πήραμε ένα φαρδύ κατσικόδρομο στα αριστερά μας. Το αυτοκίνητο δε το χαλαλίζεις για αυτά τα κατσάβραχα αλλά με ένα τζιπάκι ή με τα πόδια δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ο δρόμος είχε ανοιχθεί πριν από 40 και βάλε χρόνια  και καταλήγει σε μία κλειστή χτιστή δεξαμενή και μία ποτίστρα κανα δύο χιλιόμετρα μακρύτερα. Δρόμος, δεξαμενή και ποτίστρα είχαν δημιουργηθεί για να εξυπηρετούν και να ενισχύσουν τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες της περιοχής. Προφανώς όσο άκμαζε η κτηνοτροφία εδώ πάνω λειτουργούσαν σωστά και αυτά αλλά τώρα με την ερήμωση της περιοχής ακόμα και τα τσιμέντα έσπασαν. 



Είχα αρχίσει να ενθουσιάζομε. Στη περιοχή έτυχε να βρεθώ μία φορά όλη και όλη και αυτή με αυτοκίνητο με τον Σάββα πάνω από το δρόμο οπότε όλα αυτά μου φαινόταν ξεχωριστά. Ήξερα το Κρωμνικό που έχει εγκαταλειφτεί, και τα Λιβερά που έχουν μείνει κάτι μαντριά αλλά δε φανταζόμουν ποτέ ότι ανάμεσα υπήρχε κάτι. Βέβαια αργότερα η έκπληξή μου αυτή θα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο. Ακόμα όμως δε το ήξερα. Προφανώς είμαι από τους ελάχιστους ντόπιους που έχουν πλήρη άγνοια για τη περιοχή που ζω.

Η δεξαμενή και η ποτίστρα ήταν και το τελευταίο μέρος που πήγαινε ο δρόμος. Από κει και πέρα η θα έπρεπε να γυρίσει πίσω ή να ακολουθήσεις το σύστημα «άνοιγμα και περπάτημα» Τι είναι αυτό? Λόγω ανυπαρξίας καθαρού μονοπατιού, βλέπεις ένα άνοιγμα ανάμεσα στους θάμνους και προχωράς. Αν είσαι τυχερός και το άνοιγμα οδηγεί σε άλλο άνοιγμα κατευθύνεσαι προς τα κει αν είσαι άτυχος γυρνάς πίσω και ψάχνεις άλλο άνοιγμα. Ή ανοίγεις εσύ μονοπάτι με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. 


Ξέχασα να αναφέρω ότι στη παρέα μας ήταν και ο Αβο οπότε ο Μπάμπης άνοιγε, ο Άβο βεβαίωνε και γώ ακολουθούσα.

Ο Μπάμπης είχε ξαναεπισκευτεί τη περιοχή πριν 2 χρόνια και η μνήμη του βοηθούσε κάπως την αναζήτηση. Αυτό όμως που βοηθούσε περισσότερο ήταν η ικανότητα ανίχνευσης και η αίσθηση προσανατολισμού.  Ξεχώριζε ανάμεσα από τους θάμνους μικρά μονοπατάκια που είχαν δημιουργηθεί από το πέρασμα ζώων και σε περιπτώσεις που αυτά τα ζώα ήταν αγελάδες είχαμε τη τύχη να έχουμε μεγαλύτερα ανοίγματα. Βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να προσέχουμε τις σπαρμένες «βόμβες».

Μονοπατάκι-μονοπατάκι φτάσαμε στα ερείπια ενός οικισμού. Ποιός ξέρει πότε οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να αφήσουν το βιός τους και να πάνε σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Η αφιλόξενη ορεινή γη ή και ίσως άλλες συνθήκες, τους ανάγκασαν να φύγουν, να παρατήσουν τη γεωργία και τη κτηνοτροφία και να γίνουν αστοί. Περπατούσαμε μέσα στα χαλάσματα και με τη φαντασία μου ένιωθα τη ζωή που είχε το χωριό πριν από χρόνια. Πρωινά ξυπνήματα για το χωράφι ή τη στάνη, δουλειές του σπιτιού, παιδία να παίζουν στα δρομάκια, αγωγιάτες να μεταφέρουν τη πραμάτεια τους, γιαγιάδες με μαντίλες να κάνουν μουχαμπέτι, νοικοκυρές να σκουπίζουν τις αυλές. Εικόνες, μυρωδιές και ήχοι μίας άλλης εποχής. 


Μιας εποχής χωρίς τις σύγχρονες ανέσεις που χωρίς ιδιαίτερα μέσα οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να δημιουργήσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους με τα ίδια τους τα χέρια. Το βουνό πρόσφερε τις πέτρες και οι ίδιοι οι κάτοικοι όμως έπρεπε να τις μορφοποιήσουν για να μπορέσουν να γίνου τοίχοι και καλντερίμια. Ακόμα και τα χωράφια τους με τέτοιες πέτρες τα δημιουργούσαν. Τοιχία που συγκρατούσαν το βουνό και δημιουργούσαν έτσι μικρά πλατώματα για αν σπείρουν κανένα ζαρζαβατικό.  Μια αδιάκοπη διαδικασία αιώνων που κάποια στιγμή σταμάτησε αναζητώντας καλύτερες συνθήκες. 


Βρισκόμασταν και μείς δίπλα από τα ντουβάρια, πάνω στα καλντερίμια, «μπαίναμε» έστω και ακάλεστοι μέσα στα «σπίτια» προσπαθώντας να κατανοήσουμε  τις χρήσεις τν χώρων και ας μην ήμασταν σίγουροι αν εκεί ήταν σπίτι, αποθήκη ή  στάβλος και έβγαζα αδιάκριτα φωτογραφίες. Χαλάσματα βασικά αλλά ήταν σαν να ήμουν σε μία ιστορική παιδική χαρά, ένα ιστορικό θεματικό πάρκο που η τα ερείπια μου διηγούνταν πώς ήταν η ζωή εδώ πριν τη μεγάλη φυγή. Έζησαν, δημιούργησαν, έφυγαν.

Φαντάσματα του παρελθόντος που έχουν αφήσει τη θέση τους σε χαλάσματα, γκρεμούλια και θρύλους.

Αφήσαμε τον οικισμό και προχωρήσαμε. Λίγο πιο κάτω ένα δέρμα φιδιού πάνω σε ένα βραχό μας θύμισε τους σημερινούς κάτοικους της περιοχής που προφανώς δεν είναι τόσο φιλόξενοι όσο οι προηγούμενοι.

Ακόμα πιο κάτω ένα μεγάλο πλάτωμα με ακόμα μία ποτίστρα. Προφανώς επρόκειτο για «οικόπεδο φιλέτο» καθώς πάνω στις κατηφορική  πλαγία του  βουνού είχε δημιουργηθεί ένα μεγάλο κομμάτι,  έτοιμο από μόνο του χωρίς υποστήριξη, για οποιαδήποτε χρήση. 


Και στο βάθος το Τσάλ.

Περπατήσαμε λίγο ακόμα μέσα από άλλα μονοπατάκια και άλλη μία φορά η μνήμη του Μπάμπη βοήθησε και φτάσαμε σε μια μεγάλη υπόγεια  ανοιχτή στέρνα συγκέντρωσης νερού. Χτισμένη με τσιμέντο και πέτρες, άρα αρκετά σύγχρονη, σχηματίζει ένα μεγάλο κύκλο διαμέτρου πάνω από 7-8 μέτρα και βάθους τουλάχιστον 1,5 μέτρων. Ηταν τόσο μεγάλη που δε χώρεσε ολόκληρη στο φωτογραφικό φακό. Μέχρι και σκαλάκια είχε για να κατεβείς στο πυθμένα της. Προφανώς η χρήση τα είναι να μαζεύει τα νερά της βροχής για ποτίσματα.  Και πάλι εκείνο το περίεργο συναίσθημα. Μια απλή οβριοδεξαμενή ήταν αλλά εγώ και πάλι ένιωσα ότι είχα μεταφερθεί στο παρελθόν. Προς ανακούφιση του αναγνώστη όμως δε χρειάζεται να παραβάλω εδώ τα συναισθήματα και τις εικόνες που μου δημιουργήθηκαν. 


Πήραμε το δρόμο της επιστροφής από τα ίδια μονοπάτια. Σε κάποιο σημείο που είχε καλή ορατότητα φαινόταν στο βάθος τα ορυχεία της Λεκάνης και ο Κεχρόκαμπος ενώ πιο κοντά, απέναντι μας ο κάτω μαχαλάς των Λιβερών με τα ερείπιά του αλλά και με μερικά ανακαινισμένα σπίτια. 



Επιστρέψαμε στο δρόμο που είχαμε αφήσει , εκεί που ήταν η πρώτη δεξαμενή και ποτίστρα και κατευθυνόμασταν προς το αυτοκίνητο. Κάποιο στιγμή παρεκκλίναμε από το δρόμο και ελάχιστα μέτρα αριστερά  βρήκαμε ένα άλλο καλντερίμι αρκετά καλοδιατηρημένο για μερικά μέτρα. Δεν υπήρχαν ερείπια εκεί γύρω άρα αυτό το καλντερίμι ένωνε τους οικισμούς μεταξύ τους. Φαινόταν άλλωστε και από τη κατασκευή. Ήταν πιο καλοφτιαγμένο και ελαφρώς υπερυψωμένο. Άλλο ένας αστικός δρόμος άλλο μια Εθνική Οδός. Πώς να το κάνουμε δηλαδή!

 
Και οι εκπλήξεις δε σταμάτησαν εδώ. Με το αυτοκίνητο πήγαμε κανένα χιλιόμετρο παρακάτω και ακριβώς δίπλα στο δρόμο στα δεξιά ένα εύρημα που ακόμα δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς είναι. Πάνω στο βράχο σκαμμένες 3 λακκούβες.  Μια αρκετά μεγάλη σαν κουβάς θα έλεγα, και 2 μικρότερες και από τη μία μάλιστα ξεκινούσε ένα μικρό «ρυάκι» που όταν γεμίζει νερό κυλάει και πέφτει σε μια χαραγή του βράχου όπου επίσης υπάρχει σκαμμένο κάποιο άνοιγμα. Άλλοι μιλάνε για αρχαίο θυσιαστήριο και χώρο εναπόθεσης θυμιαμάτων, άλλοι για σημάδια χρυσοθήρων όμως ότι και να είναι το όλο «κατασκεύασμα» είναι πολύ  εντυπωσιακό μέσα στην απλότητά του.


Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μετά το Κρωμνικό ανεβαίνοντας προς τη κορυφή του παρατηρητηρίου είδαμε πάνω στο δρόμο κάποιους βράχους που είχαν ξεκολλήσει από το βουνό και έπεσαν πάνω στο δρόμο ανοίγοντας μάλιστα και τρύπες στην άσφαλτο.  Κάνεις το σταυρό σου και ευχαριστάς το Θεό που δεν έπεσαν όσο περνούσες εσύ από κάτω. 


Μια εντυπωσιακή για μένα βόλτα έφτασε στο τέλος της. Γνώρισα μέρη που ούτε ήξερα αλλά και ούτε φανταζόμουν ότι υπάρχου. Ένιωσα συναισθήματα και είδα «εικόνες» μιας άλλης εποχής που δίνουν απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα μου συνθέτοντας σιγά - σιγά το πάζλ.  Βλέποντας αυτά τα ερείπια σε αυτά και σε άλλα σημεία αρχίζω και παίρνω μία εικόνα του τρόπου ζωής και σκέψης των παλιών και βήμα-βήμα  απαντώνται ερωτήματα σχετικά με όλα τα διάσπαρτα ερείπια στα βουνά της περιοχής μας όπως πάνω στο Τσάλ, ή στο Ενδιάμεσο, ή στο Αυγό ή αλλού που ακόμα δεν έχω ανακαλύψει.

Θα μου ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθω την ιστορία κάθε ενός από αυτά οπότε αν κάποιος γνωρίζει σχετικά…είμαι όλος αυτιά.

Καλές διαδρομές.