Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Μια μέρα στο Φρακτό


Κυριακή πρωί και «κάνοντας μία βόλτα» στα βιντεάκια στον υπολογιστή μου έπεσα πάνω στο σε αυτό του Φρακτού. Είχα και τον Γιάννη να μου λέει κάθε μέρα –«Για το Φρακτό δε βλέπω να γράφεις τίποτα» ή «για το Φρακτό τσιμουδιά έτσι?»  ε! τι να κάνω; έστυψα το μυαλό μου να θυμηθώ τις λεπτομέρειες  εκείνης της Κυριακή 1/11/2010 σχεδόν 3 μήνες αργότερα. Ελπίζω στο τέλος να τα έχω θυμηθεί όλα και περιμένω και κάνα σχόλιο για να μην αισθάνομαι μοναξιά εδώ στη blogοσφαιρα.

Στο Φρακτό είχαμε ξαναπάει τζιπάδα με το RAV4 του Σάββα και το Jimmy του Ηλία κατά το Φεβρουάριο του ’10 αν θυμάμαι καλά. Η πεζοπορία ήταν μόνο κανά  χιλιόμετρο από τη κατεβασμένη μπάρα μέχρι το Δασικό Χωριό Φρακτού. Εκεί μάθαμε και για τους καταρράκτες και ήδη από τότε είχαμε πάρει την απόφαση να ξαναέρθουμε, τη περίοδο όμως που θα ήταν ανοιχτές οι μπάρες για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε πιο κοντά με τα αυτοκίνητα. Στη συνέχεια είχαμε πάει στο δασικό χωριό της Ελατιάς και καταλήξαμε να κάνουμε τζιπομαγκιές στο Στραβόρεμα. Τέλος είχαμε πάρει το δρόμο της επιστροφής από τη γέφυρα των Παππάδων και τη Δράμα. Μια διαδρομή πάνω από  250 χιλιομέτρα που όπως πάντα για άλλο ξεκινήσαμε και αλλού καταλήξαμε.

Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είχαμε κάνει τη καλύτερη προετοιμασία που μπορούσαμε. Με τη βοήθεια και πάλι του  Hellaspath μελετήσαμε τη διαδρομή με τον Σάββα και τη μεταφέραμε στα gps, μαρκάραμε τα σημεία ενδιαφέροντος, υπολογίσαμε τις ώρες, και επικοινωνήσαμε με το Δασαρχείο Δράμας για να σιγουρευτούμε ότι οι μπάρες θα ήταν ανοιχτές. Βλέπεις η περιοχή Φρακτό – Παρθένο Δάσος είναι προστατευμένη και τη χειμερινή περίοδο δεν επιτρέπονται επισκέπτες. Ενημερώσαμε και τον κόσμο και περιμέναμε συμμετοχές. Μια τέτοια περιπέτεια απαιτεί παρέα και εδώ έχει αξία το «όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά».
 
Στο κάλεσμα ανταποκρίθηκε ο Γιάννης και ο άλλος Γιάννης με το γιό του τον Μανώλη και πρωί-πρωί ξεκινήσαμε με προορισμό  το Δασικό Εργοτάξιο  Φρακτού στο  Παρθένο Δάσος περίπου 70 χιλιόμετρα πάνω από το Παρανέστι. Εξω από το χωριό προσπεράσαμε τα απομεινάρια του παλιού εργοστασίου πορσελάνης που εφοδιαζόταν με πρώτη ύλη υψηλής ποιότητας από τα ορυχεία της περιοχής. Λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω, περνώντας τη μεταλλική στρατιωτική γέφυρα στρίψαμε αριστερά με κατεύθυνση τη διαδρομή προς Θερμιά. Σε λίγο συναντήσαμε στα αριστερά μας το φράγμα της Πλατανόβρυσης. Το μικρότερο από τα 2 φράγματα του ποταμού Νέστου όπου υπάρχει και το ομώνυμο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ (Β41.3324180, Α24.464522). Η θέα προς το φράγμα και τη τεχνητή λίμνη καταπληκτική και η απαραίτητη στάση για φωτογραφίες επιβαλλόμενη.
Πιο πάνω βρίσκεται η παραγκούπολη των Θερμιών. Ένα χωριό από αυτοσχέδιες λαμαρινένιες και ξύλινες παράγκες χτισμένο αρκετά χρόνια πριν. Τώρα οι παράγκες χρησιμοποιούνται από ξυλοκόπους, κυνηγούς και περιηγητές. Κάθε παράγκα έχει το δικό της «τζακούζι» δηλαδή γούρνες γεμάτες με φυσικό ζεστό νερό από θερμές πηγές της περιοχής. Κάποιες από αυτές τις παράγκες έχουν «μόνιμους κατοίκους» και άλλες είναι «ανοιχτές για το κοινό» αφού ο καθένας μπορεί εκεί να κάνει τα πρωτόγονά spa του αρκεί να μην είναι άλλος μέσα.   

Από εκεί αρχίζει και ο ορεινός χωματόδρομός που μετά από καμιά ώρα περίπου μας έβγαλε στη πρώτη μπάρα που οδηγεί στο Δασικό Εργοτάξιο. Παλιότερα οι ξυλοκόποι της περιοχής το χρησιμοποιούσαν σαν βάση για τις υλοτομικές τους εργασίες ενώ τώρα διατίθεται τόσο για τουριστικούς όσο και για ερευνητικούς σκοπούς. Που κολλάει το «ερευνητικό»? Μεγάλο μέρος του παρθένου δάσους είναι  κλειστό για το κοινό και μόνο επιστήμονες μπορούν να το επισκέπτονται για μελέτη της χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής. Περισσότερες πληροφορίες στο Δασαρχείο Δράμας.

Καλημερίσαμε τον φύλακα, πήραμε τις σχετικές πληροφορίες για τη διαδρομή που θέλαμε να κάνουμε και διασχίσαμε το χωριό ακολουθώντας τις ξύλινες πινακίδες.

Λόγω του οικοσυστήματος και των κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής έχουν δημιουργηθεί αρκετά ρέματα (τζάκι ρέμα, διαβολόρεμα, σκοτεινόρεμα, αρκουδόρεμα, φαρασινό κτλ) για τα οποία δεν έχω ιδέα πιο είναι το καθένα  και για να μη μπερδέψω περισσότερο τον αναγνώστη δε πρόκειται να αναφερθώ σε ονόματα. Εννοείται ότι σε κάθε περίπτωση που θέλετε να κάνετε μία επίσκεψη στη περιοχή, αυτή η ανάρτηση ΔΕΝ πρέπει να θεωρηθεί σαν οδηγός. Για ακριβέστερες πληροφορίες απευθυνθείτε στο Δασαρχείο Δράμας, στον φύλακα του Φρακτού, σε ορειβατικά και περιηγητικά κείμενα και όπου αλλού θέλετε αλλά σίγουρα όχι εδώ. Είπαμε έχουν περάσει και 3 μήνες και δε φημίζομαι και πολύ για τη μνήμη μου.
 Περνώντας λοιπόν ένα ακόμα ρέμα η σχετική πινακίδα και ο χάρτης «ΕΙΣΤΕ ΕΔΩ» οριοθετούσε την αρχή του μονοπατιού (Β41.528720, Α24.515634). Από κει ο πρώτος καταρράκτης δεν είναι μακριά. Ξεκινήσαμε τη πορεία πάνω στο μονοπάτι μέσα στο δάσος και δεν αργήσαμε να ακούσουμε τον ήχος του νερού να δυναμώνει, έτσι βρεθήκαμε μπροστά στον καταρράκτη που έχει ύψος 6 μέτρα (Β41.529726  Α24.513605). Θαυμάσαμε το τοπίο βγάλαμε και τις απαραίτητες φωτογραφίες αλλά δε χαλαλίσαμε περισσότερο χρόνο αφού είχαμε ακόμα 2 προορισμούς και μία πορεία 5 χιλιομέτρων μπροστά μας. 


  Ο δεύτερος καταρράκτης ήταν λίγο ψηλότερα αλλά και πάλι δε χρειάστηκε να κουραστούμε ιδιαίτερα. Το μονοπάτι ήταν ξεκάθαρο και ευκολοδιάβατο. Τα πανύψηλα δέντρα μας πρόσφεραν τη σκιά τους και έτσι είχαμε τις κατάλληλες  συνθήκες για πεζοπορεία. Δε χρειάστηκε όμως να περπατήσουμε πολύ αφού μετά από λίγο βρεθήκαμε μπροστά του στο καταρράκτη (Β41.534064  Α24.515753). Το ύψος του είναι 18 μέτρα και είναι εντυπωσιακότερος από τον πρώτο. Περίπου 3 μέτρα πριν «σκάσει» στο έδαφος,  μία εσοχή στο βράχο σχηματίζει μία σπηλιά στη πίσω πλευρά του. Με προσοχή για να μη πέσουμε μέσα στο νερό περάσαμε τα γλιστερά βραχάκια και φτάσαμε στη «πλάτη» του καταρράκτη για επιτόπια «αυτοψία» και τις απαραίτητες φωτογραφίες. Μέσα σε αυτή τη μικρή σπηλιά που κρύβει το νερό δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αλλά έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στη πορεία του καταρράκτη και αυτό είναι υπέροχο.  

Για το τρίτο καταρράκτη χρειάστηκε να συμβουλευτούμε το gps καθώς το μονοπάτι δεν ήταν ξεκάθαρο αλλά και πάλι δεν αργήσαμε να δούμε την ανάλογη πινακίδα που προειδοποιούσε για πορεία περίπου 700 μέτρων με δύσκολη ανάβαση.  Δίπλα υπάρχει ακόμα μία πινακίδα που διαβάζοντας την πήραμε μία σχετική κρυάδα καθώς αυτή έγραφε « ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ». Αναρωτηθήκαμε τι μπορούσε να εννοεί. Δεν αργήσαμε να το καταλάβουμε.  Το μονοπάτι είναι χαραγμένο στη πλαγιά του βουνού και το πλάτος του επιτρέπει τη διάβαση μόνο ενός ατόμου. Θάμνοι, βράχοι και δέντρα δυσκολεύουν τη διέλευση και  η επικινδυνότητα του έγκειται στο γεγονός ότι περπατούσαμε κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού που απλωνόταν στα αριστερά μας. Κατά τη διαδρομή μου λύθηκε και η απορία της «σάρας» :  Όταν μελετούσαμε τη διαδρομή από το Hellaspath και το google maps είδαμε ότι σε κάποια σημεία αναφερόταν ο όρος «σάρες». Αυτές λοιπόν είναι περιοχές γεμάτες με μεγάλες πέτρες ή μικρούς βράχους ξεκολλημένες από το έδαφος και άρα ασταθείς, που φαίνονται ξεκομμένες από το υπόλοιπο γεμάτο βλάστηση τοπίο του βουνού. Αν θέλεις να το δεις ποιητικά μπορείς να σκεφτείς τις σάρες σαν πέτρινους καταρράκτες που κατηφορίζουν από το βουνό στο ποτάμι. 

Στο σημείο που τελειώνει το επικίνδυνο μονοπάτι είδαμε το καταρράκτη (Β41.534291  Α24.516643). Από το ύψος που βρισκόσασταν μπορούσαμε να τον δούμε σχεδόν ολόκληρο αλλά για να πάμε πιο κοντά στο νερό έπρεπε να κατεβούμε χαμηλότερα περίπου 20 μέτρα. Ο 3ος καταρράκτης είναι ο πιο εντυπωσιακός.  Το ύψος του είναι 70 μέτρα και σχηματίζεται σαν νεροτσουλήθρα πάνω στο βράχο που δεν είναι κάθετος αλλά καθώς πέφτει το νερο βρίσκει επίπεδους οριζόντιους βράχους που επιβραδύνουν τη πτώση του . Λίγο πριν το τελείωμα του κάνει μια διχάλα και χάνεται μέσα στο ρέμα. Και βέβαια λόγω του ύψους του δε χωράει ολόκληρος σε μία φωτογραφία  ούτε και μέσα στο πλάνο της βιντεοκάμερας lol.
Για την επιστροφή χρειάστηκε να ξανανεβούμε τα 20 μέτρα και να ξαναπεράσουμε από το στενό άνοιγμα ενός βράχου που το δυσκόλευε ένα πεσμένο δέντρο. Προσπεράσαμε τις σάρες και βρεθήκαμε  σε κάτι ερείπια και πήραμε το δρόμο για ένα κυκλικό μονοπάτι που είχαμε σταμπάρει από το Hellaspath. Η διαδρομή αυτή είναι πολύ ομαλή και ευχάριστη και έχει αρκετές ομορφιές όπως μία υπέροχη θέα προς το ρέμα και τις κορυφές των άλλων υψωμάτων, μεγάλους βράχους, δέντρα με πληροφοριακά ταμπελάκια κτλ. Αφήνοντας το μονοπάτι συνεχίσαμε στο δασικό χωματόδρομο που μας έβγαλε στη θέση Πανόραμα (Β41.52659  Α24.52416). Προσωπικά θεωρώ αυτή τη τοποθεσία σαν ένα από τα ομορφότερα φυσικά σημεία. Μπροστά μας υψωνόταν μία εντυπωσιακή οροσειρά με απότομες κορυφές και δεντρόφυτα πλατώματα που δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεσαι στη σκηνή ενός τεράστιου αμφιθεάτρου και ότι τα βουνά είναι οι κατάμεστες κερκίδες. Η ομορφιά του τοπίου δε μπορεί να περιγραφεί με λέξεις και σαφώς δεν είναι δυνατόν να  αποτυπωθεί στις φωτογραφίες. Δε γράφω περισσότερα εδώ. Προτείνω ανεπιφύλακτα να επισκεφτείς τη περιοχή για να διαπιστώσεις τα γραφόμενά μου με τα ίδια σου τα μάτια.
Λίγη ξεκούραση και το σχετικό κολατσιό στο στέγαστρο με τα παγκάκια που έχει κάνει το Δασαρχείο και ξαναπήραμε το δρόμο του γυρισμού. Κατά την επιστροφή   κάθε ρυάκι που βρίσκαμε αποτελούσε ευκαιρία για τζιπομαγκιές. Δε ξέρω ρε παιδί μου αλλά φαίνεται ότι κάτι τους πιάνει τους οδηγούς των jeepοειδών οχημάτων και κάθε φορά που βλέπουν νερά στο δρόμο γυαλίζει το μάτι τους. Κάτι τέτοιο έπιασε τον Σάββα και τον Γιάννη και του έδωσαν και κατάλαβε. Άλλο που δεν ήθελα και εγώ αφού μου δόθηκε η ευκαιρία για μερικές εντυπωσιακές βιντεολήψεις.

Στην επιστροφή ξαναπεράσαμε μέσα από το Δασικό Εργοτάξιο, προσπεράσαμε τη μπάρα, και πήραμε τη κατηφόρα. Σταματήσαμε στα Θερμιά και επισκεφτήκαμε καναδυό παράγκες αλλά δεν υπήρχε όρεξη για “spa”. Υπήρχε όμως όρεξη για μάσα οπότε μετά από λίγη ώρα καταλήξαμε στη γνωστή ταβέρνα στο Παρανέστι  για το σχετικό «πανηγυρικό» με παντσέτες, μπιφτέκια, παϊδάκια , κρασάκι και κουβέντα . 


Η φυσική κατάληξη της ημέρας  δηλαδή …

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Οι σημαδεμένοι


Και πάλι η ιδέα έπεσε από τον Σάββα. -"Πάμε για Καρπούζι"? - "Καρπούζι χειμωνιάτικα? που θα το βρούμε"? -"Να εδώ πιο κάτω, πάνω από το Νέστο, πάνω από τα Ιμερα."

Σάββατο πρωί ο Σάββας, ο Αλέξανδρος και εγώ ξεκινήσαμε για Καρπούζι. Λίγο μετά τις 7 το πρωί φτάσαμε και παρκάραμε  το "Jeeps" έξω από την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στα Ίμερα. Όπου Ίμερα βλέπε ένα εγκαταλελειμμένο χωρίο στα Δυτικά της Ξάνθης πάνω από τους Τοξότες. Πολλά ερειπωμένα και γκρεμισμένα στpτια μάρτυρες μιας άλλης εποχής. Το μόνο που υπάρχει εκεί τώρα είναι το τουριστικό καταφύγιο και η Εκκλησία. Όλα τα άλλα...
Η θερμοκρασία περίπου 2 βαθμοί και ο αέρας σίγουρα πάνω από 5-6 μποφόρ δεν ήταν και οι καλύτερες συνθήκες για το εγχείρημά μας. Και ποιό ήταν αυτό? Η ανάβαση στη  κορυφής Καρπούζι με υψόμετρο πάνω από 1250 μέτρα και η κυκλική διάσχιση του αμφιθεατρικού ορεινού συμπλέγματος με κατάβαση από την αντικρινή πλαγιά. 


Εξοπλισμένοι με τις οδηγίες από το Hellaspath και με το gps ανά χείρας για να πηγαίνουμε πάνω στη διαδρομή πήραμε το χωματόδρομο που οδηγεί προς το χωριό Αγέλη (μη περιμένεις να βρεις πινακίδες βέβαια) και μετά από καμία 700σαριά μέτρα ένα κατακόκκινο βέλος ήταν το πρώτο σημάδι που μας έδειχνε την αρχή του μονοπατιού προς τη κορυφή. Αναζητώντας λοιπόν τα σημάδια, πράγμα όχι πάντα  εύκολο λόγω της βλάστησης, πήραμε την ανηφοριά. Το πρώτο μέρος της διαδρομής είχε αρκετή κλίση και η πυκνή χαμηλή βλάστηση από αγκαθωτούς θάμνους και οι βελανιδιές έκαναν την ανάβαση δυσκολότερη αφού τα αγκάθια μας  τσιμπούσαν  όπου έβρισκαν. Μπρος ο Σάββας, μετά ο Αλέξης και τέλος εγώ ανηφορίζαμε αναζητώντας σε βράχους και δέντρα κόκκινα σημάδια που μας έδιναν τη σιγουριά ότι πάμε πάνω στο μονοπάτι. 














Μετά από περίπου 1 χιλίομετρο ανηφορικής πορείας και σε υψόμετρο πάνω από 850 μέτρα η πυκνή βλάστηση έδωσε τη θέση της σε ένα βραχώδες μονοπάτι και μια κοιτούσαμε προς τα πάνω να δούμε πόσο ακόμα έχουμε για τη πρώτη κορυφή και μια προς τα κάτω για να δούμε πόση απόσταση διανύσαμε. Το gps ήταν αμείλικτο δεν είχαμε διανύσει ούτε τη μισή διαδρομή προς τη κορυφή και η ταλαιπωρία ήταν ήδη ορατή. Δε ξέρω τι μας κούρασε πιο πολύ το κρύο, ο παγωμένος αέρας, η ανηφόρα, οι αγκαθωτοί θάμνοι, οι βράχοι ή τέλος πάντων όλα αυτά μαζί αλλά με κάθε ματιά προς τη κορυφή  βλέπαμε ένα αδιαπέραστο εμπόδιο. Τους βράχους μπροστά μας υπό τις παρούσες συνθήκες θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις μέχρι και επικίνδυνους. Κάθε βήμα έπρεπε να γίνει προσεκτικά λόγω της κούρασης που ήρθε νωρίς και των δυνατών ριπών του αέρα. Με μικρό οπτικό πεδίο κάθε ραχούλα μας έμοιαζε (ή τουλάχιστον έμοιαζε σε μένα) σαν τη κορυφή και μόνο όταν τη προσπερνούσαμε αντιλαμβανόμασταν ότι απέχουμε πολύ ακόμα από το στόχο μας αφού και η επόμενη ραχούλα δημιουργούσε τα ίδια συναισθήματα. Από το πολύ κρύο είχαν αποφορτιστεί και οι μπαταρίες της φωτογραφικής μηχανής και δεν ήταν δυνατόν να έχουμε και πολλά αναμνηστικά.  Αλλά για να λέμε και του στραβού το  δίκιο, ποιος είχε όρεξη για φωτογραφίες. Οι ελάχιστες λήψεις και το βίντεο είναι πρίν αρχίζουμε να υπολογίζουμε κάθε μας κίνηση από τη κούραση και το κρύο.

Μετά από 2 μιση ώρες περίπου η τελευταία ραχούλα που προσπεράσαμε μας αποκάλυψε τη  χιονισμένη κορυφή. Το τσιμεντένιο υψομετρικό μαρτυρούσε ότι βρισκόμασταν στο πιο ψηλό σημείο και το gps έδειχνε 1265 μέτρα. Η θέα από κει πάνω χωρίς να είναι κάτι το εξαιρετικό είναι πανέμορφη δύστυχώς όμως οι καιρικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την ορατότητα. Πρός τα Βόρειοανατολικά το Τσαλ και άλλες κοντυνές ή μακρυνές κορυφές, στα Βόρεια Βορειοδυτικά ο Νέστος, η Σταυρούπολη και τα γύρω χωριά, Κομνηνά, Λιβερά, Κρωμνικό κτλ ,  στο Νότο όσο μπορούσαμε να δούμε λόγω της ομίχλης η γέφυρα του Νέστου, ο κάμπος, η θάλλασα και η Θάσος και στα Δυτικά το δεύτερο ύψωμα που θα έπρεπε επίσης να διασχίσουμε αργότερα κατά τη κυκλική μας πορεία.  Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν δε χαρήκαμε όσο θα θέλαμε το "Καρπούζι"  και συνεχίσαμε τη πορεία μας ακολουθόντας τη χιονισμένη κορυφογραμμή που θα μας έβγαζε στην επόμενη κορυφή.

Σε λιγότερο από μισή ώρα είχαμε φτάσει. Η κορυφή αυτή είναι καμιά εικοσαριά μέτρα χαμηλότερη από τη πρώτη και το πέρασμά της οριοθετεί την επιστροφή την οποία και θεωρούσαμε ώς το ευκολότερο σημείο της διαδρομής.

Από κει και μετά αυτό που θεωρούσαμε εύκολο ήταν ... "βράχο, βράχο το καημό μου". Μια βραχώδης διαδρομή περίπου 1,5 χιλιομέτρου που ορειβατικά χαρακτηρίζεται ώς βαθμού δυσκολίας ΙΙ που σημαίνει " Πεζοπορικές αναβάσεις 6 έως 8 ωρών σε χαμηλά βουνά, με ή χωρίς χιόνι. Μπορούν να συμμετέχουν και αρχάριοι με καλή όμως φυσική κατάσταση και ανάλογο εξοπλισμό..".

Ανεβοκατεβαίναμε, σκαρφαλώναμε, πηδούσαμε, κουτρουβαλούσαμε και περπατούσαμε πάνω σε βράχους που μερικές φορές η επιφάνεια που μπορούσαμε να σταθούμε ήταν τόση όσο και το πλάτος της πατούσας μας. Εκεί πάνω δε χρειάζοταν να ψάχνουμε για σημάδια και μονοπάτια. Εκτός και αν θέλεις να κάνεις ελεύθερη πτώση δεν έχει που αλλού να πας.  Ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα αν δεν υπήρχε ο δυνατός αέρας, ή κούραση, το χίονι και το έρεβος δεξιά και αριστερά . Ευτυχώς που δεν υπήρχαν και οι αγκαθωτοί θάμνοι. Που να φυτρώσουν εκεί πάνω;. Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λές.  Απλά αυτοί μας περίμεναν παρακάτω...

 Μετά από περίπου 1 ώρα φτάναμε στη τελευταία κορυφή.  Μαζέψαμε τις δυνάμεις μας και ανηφορήσαμε. Βρήκαμε ένα πλάτωμα και αποφασίσαμε να κάνουμε μια μικρή στάση. Απέναντι στο βάθος φαινόταν ελάχιστα και το αυτοκίνητο. Και τι δε θά 'δινα εκείνη τη στιγμή να ήταν πιο κοντά.

 Πήραμε τη κατηφόρα. Συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι όσο πλησιάζουμε πρός το τέλος τα πράγματα θα γίνονται ευκολότερα. Μάταια :)  Η κλίση  που μας δυσκόλευε στο ανέβασμα δε βοηθούσε και πολύ και στο κατέβασμα. Μπροστά μας ένα ακόμα δάσος με βελανιδίες και αγκαθοφόρα δέντρα με  πυκνά κλαδιά που με δυσκολία βρίσκαμε ελάχιστο χώρο ενδιάμεσα για να περνάμε. Πάλι αρχίσαμε να ψάχνουμε για σημάδια. Μερικές φορές τα βρίσκαμε. Τίς άλλες φορές που δε τα βρίσκαμε αναγκαζόμασταν να ανοίγουμε μονοπάτια μόνοι μας γιατί κανένας δεν είχε το κουράγιο να γυρίσει πιό πίσω για να τα βρεί.  Ψάχναμε τα σημάδια του μονοπατιού αλλά γεμίσαμε σημάδια πάνω μας αφού είχαμε γεμίσει αμυχές και μικρές πληγές στα πόδια κυρίως από τα κλαδιά και τα αγκάθια. Αλλά ποιός έδινε σημασία.

Λίγο πρίν το τέλος περάσαμε μέσα από ερείπια, απομεινάρια μίας άλλης εποχής και φτάσαμε στο "Jeeps" καταταλαιπωρημένοι αλλά σίγουρα ευτυχείς για τη τελική έκβαση.

Κάναμε μία διαδρομή πάνω από 7 χιλίομετρα, περπατήσαμε για πάνω από 5μιση ώρες, φτάσαμε σε υψόμετρο κοντά στα 1300 μέτρα, ανηφορίσαμε και κατηφορίσαμε σε κλίση περίπου 45 μοιρών, πληγωθήκαμε, κουραστήκαμε, κρυώσαμε, ταλαιπωρηθήκαμε αλλά το 'φχαριστηθήκαμε. Το συναίσθημα όταν φτάσαμε στο τέλος ήταν ευχάριστο, ανακουφιστικό και πιστεύω ότι και οι τρείς νιώσαμε ώς και υπερήφανοι που τα καταφέραμε.

Ισως κάποιος πιο έμπειρος να γελάει με τα παραπάνω. Η κορυφή "Καρπούζι" δεν είναι και η δυσκολότερη διαδρομή στο κόσμο και ούτε τα γεωγραφικά της στοιχεία τη καθιστούν κάτι εξαιρετικό. Δεδομένων των συνθηκών όμως και της απόφασης που πήραμε χωρίς πολύ σκέψη, χωρίς την ανάλογη προετοιμασία και δεδομένης της κατάστασης που αναγκαστικά αντιμετωπίσαμε "εκεί πάνω" σίγουρα για μας ήταν κάτι ξεχωριστό.  Αν είχαμε καλύτερη προετοιμασία, αν λαμβάναμε υπ' όψιν τις καιρικές συνθήκες και αν γνωρίζαμε καλύτερα τις δυσκολίες της διαδρομής ίσως και να μη το αποφασίζαμε να πάμε τη συγκεκριμένη ημέρα. Ετσι όμως δε θα είμασταν τόσο τυχεροί .