Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Κοσύνθου λάσπη


Με το Σάββα και τον Ηλία αναζητούσαμε μια κοντινή εύκολη διαδρομή (που να τρέχεις καλοκαιριάτικα) που δε θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο (που καιρός για χάσιμο), όσο πιο ξεκούραστη γίνεται (χωρίς να μας βγει η γλώσσα έξω δηλαδή) αλλά και να ήταν κάπου που δεν είχαμε ξαναπάει (και…. ξυρισμένο δηλαδή) . 

Αφού έπεσαν μερικές προτάσεις στο τραπέζι, που η κάθε μία απορριπτόταν για διαφορετικό λόγο, καταλήξαμε σε αυτή που μας φάνηκε ότι τηρούσε όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις. Το παλιό φράγμα υδροληψίας στο Κόσυνθο.

Σε μία πρόσφατη επίσκεψή μου στο Μονοπάτι της Ζωής  είχα συναντήσει ένα τύπο που γνώριζε τα σχετικά με το αντλιοστάσιο του Κοσύνθου πριν από χρόνια. Μου εξήγησε τότε για τη λειτουργία του αντλιοστασίου, για το κανάλι μεταφοράς του νερού και για το φράγμα που βρίσκεται «να! εδώ πιο πάνω, μετά τη στροφή». Το είχα συζητήσει  με το Σάββα και μόλις τέθηκε το θέμα για μία νέα δραστηριότητα κρίθηκε σαν το πιο κατάλληλο μέρος.

Πάντα ξεκινάμε πρωί-πρωί ώστε να ήμαστε νωρίς πίσω.  Έτσι οι τρεις μας ξεκινήσαμε μόλις είχε χαράξει κατά τις 6:00 για το Μονοπάτι της Ζωής. Εδώ κολλάει το «δεν ήξερες, δε ρώταγες;». Αυτό που δε ξέραμε ήταν ότι η είσοδος στο Μονοπάτι ανοίγει 9:00 το πρωί. Υπάρχει πινακίδα στην είσοδο με τις ώρες λειτουργίας αλλά ποτέ δεν την είχα προσέξει. 


 Οπότε ή θα έπρεπε να επιστρέψουμε άπρακτοι, ή να αποφασίσουμε να πάμε κάπου αλλού ή … να συνεχίσουμε την εφαρμογή του αρχικού σχεδίου, ξεχνώντας κατ’ αρχήν το εύκολη και ξεκούραστη διαδρομή χωρίς πλέον να μπορούμε να υπολογίσουμε και το χρόνο που χρειαζόμαστε.

Ναι καλά το κατάλαβες.

Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τη τρίτη επιλογή και να πάμε διαμέσου της κοίτης του χειμάρρου. 

Πόσο δύσκολο θα μπορούσε να είναι? Άλλωστε πεπεισμένοι για το εύκολο του εγχειρήματος δεν είχαμε προετοιμαστεί κατάλληλα αφού ρούχα και παπούτσια ήταν τα καθημερινά, για μια απλή βολτίτσα. Ούτε αδιάβροχα, ούτε αντιολισθητικά παπούτσια, τίποτα.

Κατεβήκαμε τα σκαλάκια στη μικρή πλατεία της οδού Σοφοκλέους στη Παλιά Πόλη και προχωρήσαμε για μερικά μέτρα  πάνω στο τσιμεντένιο κρηπίδωμα για να βρεθούμε στη κοίτη. Από τις βροχές των προηγούμενων ημερών στα ορεινά,  το νερό ήταν λασπωμένο και σε συνδυασμό με το καλοκαιριάτικο, συννεφιασμένο ως εκείνη την ώρα, Σαββατιάτικο πρωινό, ήταν η απόλυτη αποτροπή  για τη βόλτα που είχαμε σχεδιάσει . Αυτό που δε θέλαμε με τίποτα ήταν να βρεθούμε με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγο μέσα στο νερό.

Περπατήσαμε για λιγάκι στην αριστερή όχθη  προσέχοντας κάθε βήμα μας μέσα στη λάσπη και στα γλιστερά βραχάκια. Αλίμονο, δεν ήταν ούτε επικίνδυνα ούτε δύσκολα. Απλά προσέχαμε μη βραχούμε και λερωθούμε. Αν το νερό ήταν πιο καθαρό όπως άλλες μέρες και η ο ήλιος λίγο πιο λαμπρός δε θα μας ένοιαζε τίποτα από τα δύο.

Θα έλεγα ότι για λίγη ώρα το καταφέραμε. Αλλά από τη γλίτσα που είχαν πιάσει τα παπούτσια από τη λάσπη αυτό δε κράτησε και πολύ. Η πρώτη «καλή» επαφή με το νερό ήταν στη πρώτη μας προσπάθεια να διασχίσουμε κάθετα τη κοίτη, βράχο-βράχο. Σε κάποιο σημείο δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσουμε τη πορεία στην αριστερή όχθη και έπρεπε να περάσουμε απέναντι. Βρήκαμε το θεωρητικά πιο εύκολο σημείο οπού διάφορα χαμηλά βραχάκια σχημάτιζαν κάτι σαν γέφυρα και πηδώντας τα θα μπορούσαμε να φτάσουμε στην άλλη πλευρά. Σχετικά εύκολο αν κάτω από τον πάτο τον παπουτσιών δεν είχε κολλήσει ένα στρώμα λάσπης που δημιουργούσε το κίνδυνο γλιστρήματος με κάθε πήδο. Τέλος πάντων να μη τα πολυλογώ. Χρειάστηκε να περάσουμε 3 φορές από τη μία πλευρά της κοίτης στην άλλη. 
 
Θυμάσαι τι είχα γράψει παραπάνω ?  «Αυτό που δε θέλαμε με τίποτα ήταν να βρεθούμε με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγω μέσα στο νερό.» Έ! Ξέχασε το... δε το πετύχαμε.

Και αφού ο βρεγμένος τη βροχή δε τη φοβάται τη τελευταία φορά που χρειάστηκε να διασχίσουμε το χείμαρρο από ένα ρηχό σημείο αυτή τη φορά και όχι βράχο-βράχο δε το πολυσκεφτήκαμε. Περπατώντας μέσα στο νερό περάσαμε στην απέναντι όχθη σαν να κάναμε τη βόλτα μας και από δω παν κι άλλοι.


Σε κάποιο σημείο, κοντά σε ένα πέταλο που κάνει η κοίτη, πίσω από κάποιους βράχους ήταν το μονοπάτι. Δηλαδή το παλιό κανάλι μεταφοράς του νερού που ήταν σκεπασμένο με τσιμεντένιες πλάκες και μπορούσαμε εύκολα να περπατήσουμε επάνω του. Μετά από λίγο οι τσιμεντένιες πλάκες παύουν να υπάρχουν αφού έχουν καταστραφεί με τα χρόνια και βρεθήκαμε να περπατάμε μέσα στο κανάλι. Μετά από λίγο και το ίδιο το κανάλι έπαψε να υπάρχει αφού και αυτό καταστράφηκε με τη σειρά του με το πέρασμα των χρόνων.

Ξέραμε ότι δεν ήμασταν μακριά από το φράγμα αλλά δε ξέραμε πόσο κοντά ήμασταν. Οπότε επιστρατεύθηκαν GPS και  Google Maps για να μας λύσουν την απορία.

Πράγματι μετά από κάνα-δυο ακόμα στροφές βρεθήκαμε απέναντι από το φράγμα.  Δε μπορώ να πω. Μέσα στο τοπίο της χαράδρας του Κόσυνθου ήταν όμορφο. Δεν είναι κανένα εντυπωσιακό, μεγάλο φράγμα. Για την ακρίβεια είναι ένας κοινός αναβαθμός απροσδιόριστου ύψους που τουλάχιστον τη δουλειά του την κάνει. Μάλλον την έκανε. Συνέλεγε το νερό και το διοχέτευε από το κανάλι στο αντλιοστάσιο όπου γινόταν ο καθαρισμός και έφτανε στα σπίτι των παλαιοτέρων Ξανθιωτών. 

Από τη κορυφή του έτρεχε λίγο λασπωμένο νερό σχηματίζοντας ένα μικρό καταρράκτη, που χωρίς και πάλι να είναι κάτι εντυπωσιακό, μέσα σε όλο αυτό το σύνολο βράχων, δέντρων και νερού,  έμοιαζε όμορφο. Τουλάχιστον μας αποζημίωσε για την όποια κούραση, τα ελαφριά γδαρσίματα και τα έστω και λίγο βρεγμένα ρούχα και παπούτσια. Το τοπίο προσφέρεται για επίσκεψη, μερικοί πιο τολμηροί κάνουν και μπάνιο τις ζεστές ημέρες και τα χιλιάδες ανοίγματα στα βράχια προσφέρουν και πολύ ωραία σημεία για geocaches (για να μη ξεχνιόμαστε κιόλας). Για κάθε σχετική δραστηριότητα θα υπάρξει ανάρτηση στο blog.


Καθίσαμε λίγο να πάρουμε μία ανάσα και να θαυμάσουμε λίγο πιο άνετα το περιβάλλον. Τελικά άξιζε το κόπο. Τόσο κοντά μας αλλά και τόσο χρόνια στο τόπο μας δεν είχε τύχει να δω τον Κόσυνθο υπό αυτή την ματιά. Με την ευκαιρία αξιώθηκα να το δω και αυτό και ελπίζω αυτή η ανάρτηση να κάνει και άλλους να κάνουν τη βόλτα τους μέχρι εκεί.

Πήραμε το δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας προς την έξοδο το Μονοπάτι της Ζωής. Σε κάποιο σημείο αναγκαστήκαμε να ξαναβγούμε εκτός γιατί η ώρα ακόμα δεν είχε πάει 09:00 και σίγουρα η πόρτα δεν είχε ανοίξει. Υπερπηδώντας μερικά εμπόδια βρεθήκαμε στο σημείο που ξεκινήσαμε.

Από το Μονοπάτι της Ζωής δεν είναι καθόλου δύσκολο να φτάσεις μέχρι το φράγμα. Μόνο λίγο πριν από το τέλος πρέπει να αναρριχηθείς σε μία τσιμεντένια κατεστραμμένη κατασκευή με παλιά σκουριασμένα σίδερα αλλά μόλις  προσπεράσεις αυτό το εμπόδιο που είναι και το μοναδικό αν πας με «τον σωστό τρόπο» δεν είσαι μακριά από το στόχο. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία ούτε πολύς χρόνος. Αρκεί να είναι … ανοιχτή η πόρτα.







Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Σιδηρόκαστρο


Είχαμε καιρό να τα πούμε. Βλέπεις καλοκαίρι, ζέστη, οι δραστηριότητες λίγες αλλά και ποιος κάθεται μπροστά στον υπολογιστή να στύβει το μυαλό του να γράφει κείμενα. Όμως εγώ σεβόμενους όλους εσάς τους επισκέπτες το blog (και τους 4) έκανα πέτρα τη καρδιά και ξύπνησα πρωί-πρωί με τη δροσούλα για να σας ενημερώσω.

Αυτή η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στο Σιδηρόκαστρο Σερρών. Οικογενιακοί λόγοι με έφεραν λοιπόν στα μέσα του Ιούνη στο Σιδηρόκαστρο και αφού είχα μπόλικες ώρες στη διάθεσή μου είπα να τις εκμεταλλευτώ όσο καλύτερα γίνεται. Είχα φροντίσει από νωρίτερα να πάρω πληροφορίες για τη περιοχή και σε αυτό με βοήθησε το site του Δήμου Σιντικής (πρώην Δήμος Σιδηροκάστρου και περιχώρων)  . Εκεί λοιπόν διάβασα για ποτάμια, καταρράκτες, σπηλιές κτλ και κατέστρωσα τα σχέδια μου.

Αφού λοιπόν με τη Ζωή φτάσαμε  στο Σιδηρόκαστρο από τη Εθνική Οδό Σερρών – Προμαχώνα πρός τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα διασχίσαμε τη πόλη με κατεύθυνση το Αχλαδοχώρι. Περίπου 2-3 χλ. αργότερα  συνάντησαμε τη πινακίδα για τους καταρράκτες των Ζεστών Νερών. Χρειάστηκε να κατηφορίσουμε ούτε 50 μέτρα σε ένα τσιμετοστρωμένο μονοπατάκι, σχεδόν πάνω στο δρόμο, για να φτάσουμε στο πρώτο καταρράκτη καμία 10-15 μέτρα χαμηλότερα από το επίπεδο του δρόμου. Για την ακρίβεια ένα παράξενο σύμπλεγμα 2 καταρρακτών στο ποταμό Κρουσοβίτη που θα προσπαθήσω να εξηγήσω αλλά δεν ξέρω στο τέλος τι θα καταλάβετε. Πρέπει να το δεις για να το κατανοήσεις και πολύ φοβάμαι πως ούτε οι φωτογραφίες θα βοηθήσουν σε αυτό.

Ο Κρουσοβίτης είναι ένας παραπόταμος του Στρυμώνα (μάλλον χείμαρρος θα έλεγα) που όμως έχει συνέχεια νερό ακόμα και το καλοκαίρι και για αυτό το λόγο τα παλιότερα κυρίως χρόνια οι ντόπιοι τον εκμεταλλευόταν όσο μπορούσαν είτε για ύδρευση είτε για άρδευση είτε  για να δώσουν κίνηση σε νερόμυλους της περιοχής. Το εντυπωσιακό με το Κρουσοβίτη είναι ότι σε κάποιο σημείο του γίνεται υπόγειος μετά ξαναβγαίνει στην επιφάνεια.

Το τσιμεντένιο μονοπατάκι πάει σχεδόν παράλληλα με τη κοίτη του ποταμού και καταλήγει ακριβώς στο σημείο που το νερό χάνεται σε ένα βάραθρο κάτω από τη Γη δημιουργώντας με τα χρόνια μία εντυπωσιακή σπηλιά. Λίγα μέτρα πριν τη σπηλιά έχει χτιστεί ένας αναβαθμός (φράγμα δηλαδή) και εκεί δημιουργείται ένας μικρός τεχνητός καταρράκτη ύψους περίπου 3-4 μέτρων. Αυτός είναι και ο πρώτος από τους 2 καταρράκτες που βρίσκονται σε αυτό το σημείο. Από την αντίθετη πλευρά προς τη πορεία του ποταμού και από το ύψος του δρόμου αρκετά ψηλότερα πέφτει ένας δεύτερος καταρράκτης που προέρχεται από ένα ρυάκι και επίσης καταλήγει μέσα στο βάραθρο. Πρώτη φορά βλέπω αυτό το θέαμα. 2 καταρράκτες από αντίθετη κατεύθυνση να εξαφανίζονται μέσα στα έγκατα της Γής.



Σε εκείνο το σημείο υπάρχει και μία ξύλινη εξέδρα ώστε να θαυμάσεις το θέαμα όσο πιο άνετα και με ασφάλεια γίνεται. Προσπέρασα τη εξέδρα και τη περίφραξη και κατέβηκα στη κοίτη του Κρουσοβίτη, σχεδόν πάνω από το καταρράκτη»  για να έχω καλύτερη θέα. Θέλεις το σύμπλεγμα των 2 καταρρακτών, θέλεις η φασαρία από το νερό, θέλεις το βάραθρο που είχα μπροστά μου, θέλεις το σκοτάδι που σχηματίζεται από το πυκνό φύλλωμα των δέντρων, το τοπίο εκτός από πανέμορφο μου φάνηκε και λίγο τρομακτικό και για αυτό έβγαλα γρήγορα – γρήγορα 2-3 φωτογραφίες και ενα video της κακιάς ώρας (με πολύ αυξημένη φωτεινότητα) και ανέβηκα στη σιγουριά της εξέδρας. Πάντως και να μη δείτε το video δε χανετε και τιποτα.

Αφού τελείωσα με το τουριστικό μέρος ξύπνησε ο geocacher μέσα μου. Είχα ήδη ετοιμάσει μία κρυπτή με όλα τα σχετικά : ημερολόγιο, ενημερωτικό υλικό, ένα FTF certificate, ένα μεταλλικό μπρελόκ, ένα tattoo με την Ελληνική σημαία και ένα pin από την Ολυμπιάδα του Πεκίνου ευγενική προσφορά του Σάββα. Αυτό το pin είχαμε σκοπό να το βάλουμε στη κρύπτη στο Φανάρι αλλά όπως αναφέρω σε προηγούμενη ανάρτηση αυτή η κρύπτη δε βρέθηκε ποτέ οπότε το pin κατέληξε στο Σιδηρόκαστρο. Όλα τα παραπάνω λοιπόν  μπήκαν σε ένα δοχείο και βρήκα ένα μέρος πολύ κοντά στη εξέδρα για να το «κρύψω» Έτσι λοιπόν καταγράφηκε στο www.geocaching.com  η κρύπτη Hot Waters Waterfall σε στίγμα Ν41.25668, Β24.40331.

 
Την επόμενη μέρα και αφού πήρα τις σχετικές πληροφορίες κίνησα για αν βρω τους άλλους 2 καταρράκτες. Έφτασα στην ίδια περιοχή αλλά έπρεπε να αφήσω το κεντρικό δρόμο και να στρίψω αριστερά περίπου 2-3 χιλιόμετρα σε κάποιους χωματόδρομους. Ο ένας χωματόδρομος με έβγαλε στη κορυφή του Μαύρου Βράχου ενός πέτρινου λόφου δηλαδή που ξεχωρίζει κάπως από το υπόλοιπο τοπίο και προφανώς κάποιο μαύρο πέτρωμα του έδωσε την ονομασία του.  Στη κορυφή του λοιπόν υπάρχουν εγκαταστάσεις ενός ερειπωμένου λατομείου και η είσοδος μία υπόγειας σπηλιάς ή οποία είναι περιφραγμένη και δεν επιτρέπεται η είσοδος.

Ο άλλος χωματόδρομος με έβγαλε σε αδιέξοδο που στο τέλος του ήταν 2 ακόμα καταρράκτες σε απόσταση περίπου 150 μέτρων ο ένας από τον άλλον. Πρόκειται για 2 πανομοιοτυπους τεχνητούς καταρράκτες που δημιουργήθηκαν από 2 αναβαθμούς του Δασαρχείου στη κοίτη του Κρουσοβίτη. Η διαφορά τους είναι ότι τον πρώτο μπορείς να τον δείς και από πάνω και από κατω ενώ τον δεύτερο μόνο από κάτω.  Αν και τεχνητοί είναι αρκετά όμορφοι και πραγματικά αξίζει το κόπο να τους επισκεφτείς αν βρεθείς στη περιοχή.  Στην απέναντι όχθη του ποταμού στη βάση του βράχου που προσελκύει αναρριχητές σχηματίζεται μία πολύ μικρή «παραλία» και μία εξίσου μικρή σπηλιά. Στο Google Earth υπάρχει μία φωτογραφία με στημένη μία σκηνή  στη τοποθεσία Ν41.2660484, Ε=23.414011.










Δεξιά από τους καταρράκτες και πάλι στη βάση ενός ακόμα βράχου υπάρχει η είσοδος μίας άλλης σπηλιάς στην οποία έπρεπε να σκαρφαλώσω μέχρι κάποιο σημείο για να μπορέσω να φωτογραφίσω. Πιθανόν να συνδέεται με την είσοδο της σπηλιάς στη κορυφή του Μαυρου Βράχου.  Η είσοδος είναι και πάλι περιφραγμένη αλλά φαίνεται ότι είχαν ξεκινήσει κάποιες σπηλαιολογικές εργασίες καθώς υπάρχουν κάποια «ράμματα» για μετρήσεις που χρησιμοποιούν οι σπηλαιολόγοι.

Φεύγοντας από το Σιδηρόκαστρο ανεβήκαμε μια βόλτα στο κάστρο που δεσπόζει πάνω από τη πόλη και χαρίζει μία υπέροχη πανοραμική θέα όχι μόνο της πόλης αλλά και μέχρι τα βουνά προς τη λίμνη Κερκίνη.
Τελευταία στάση το οχυρό Ρούπελ καμία 20αρια χλμ βόρεια λίγο πριν τα σύνορα.. Ένα εκπληκτικό οχυρωματικό έργο κατασκευασμένο μετά το 1ο Παγκόσμιο πόλεμο που έμενε να γίνει σύμβολο της Ελληνικής γενναιότητας κατά τη προέλαση των Γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων το ’41. Ανηφορίσαμε το βουνό δεξιά ώσπου συναντήσαμε ένα φυλάκιο που έτυχε ο ΑΜ να είναι Ξανθιώτης. Στη κορυφή ένας ευγενικότατος στρατιώτης μας ξενάγησε στο αξιοποιημένο και επισκέψιμο μέρος των στοών του οχυρού και μας εξήγησε την γεμάτη γενναιότητα ιστορία του. Μας εξήγησε πως ενώ όλη η Ευρώπη είχε υποταχτεί στη λαίλαπα του κατακτητή αυτή η τρύπα στα βουνά της Ελλάδας αντιστάθηκε τόσο πολύ που στο τέλος ο αντίπαλος τίμησε τους υπερασπιστές του οχυρού με στρατιωτικές τιμές σαν ένδειξη σεβασμού.  Εμπειρία αξέχαστη. Ένα must για όποιον βρεθεί στη περιοχή.

 Εδώ κλείνει η ανάρτηση για το Σιδηρόκαστρο. Ποιος θα το περίμενε. Μία μικρή επαρχιακή πόλη σε μία γωνιά του χάρτη που έχει τόσα πολλά να προσφέρει στον επισκέπτη. Άραγε πόσες άλλες τέτοιες γωνιές υπάρχουν στη πατρίδα μας και δε το ξέρουμε.