Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Κάτι τρέχει στα ... Γυφτόκαστρο

Ούτε που είχα ξανακούσει για τη τοποθεσία που μου είπε ο Σάββας.
-«Είσαι για ένα Γυφτοκαστρο;»
-«Γυφτόκαστρο; Τι είναι πάλι τούτο; Που βρίσκεται; Που να τρέχουμε τώρα στο εξωτερικό?»
Για τους μη γνωρίζοντες λοιπόν, όπως εγώ, Γυφτάκαστρο είναι η υψηλότερη κορυφή της οροσειράς της Ροδόπης στο Νομό Ξάνθης και βρίσκεται Βόρεια του Νομού στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα σε υψόμετρο 1827 μέτρα.
Ήταν Οκτώβριος του ‘10. Το ρίξαμε στη μελέτη για να βρούμε οποιαδήποτε πληροφορία για Γυφτόκαστρο. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που πέσαμε πάνω στο Hellaspath και πραγματικά οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στα παιδιά που το συντηρούν και το τροφοδοτούν με διαδρομές, χάρτες και στίγματα. Και όσο αφορά το Γυφτόκαστρο  το πακέτο  πληροφοριών στο Hellaspath είναι πλήρες. Έτσι λοιπόν βάλαμε τη διαδρομή στο gps και τυπώσαμε πληροφορίες, χάρτες και σημεία ενδιαφέροντος.   Μίας και ήμασταν ακόμα στην αρχή αυτού του νέου hobby έπρεπε να μάθουμε και τη χρήση του gps, την εισαγωγή και μετατροπή στιγμάτων και POI σε διάφορα format για off road διαδρομές κτλ. Ανέλαβα να βάλω όλο το υλικό που τυπώσαμε σε σε ένα φάκελο για να το έχουμε  μαζί μας.


Στη παρέα μας και η Λίνα και πρωί-πρωί (πολύ πρωί μιλάμε αφού ακόμα δεν είχε ούτε κάν χαράξει) πήραμε τα βουνά. Κάπου στη πορεία συνειδητοποίησα ότι όλη η έντυπη προετοιμασία που είχαμε κάνει πήγε στράφι. Οτιδήποτε τυπώσαμε είχε ξεχαστεί πάνω στο τραπέζι του σπιτιού μου αφού το πακέτο με τις πληροφορίες και τους χάρτες ήταν το μόνο που δεν είχα βάλει στο σακίδιο. Ευτυχώς που είχαμε περάσει τα στοιχεία του gps και δε θα πηγαίναμε εντελώς στα τυφλά. Περάσαμε την για μια ακόμα φορά ομιχλώδη Σταυρούπολη και από το Καρυόφυτο φτάσαμε στο Λειβαδίτη. Σκοτάδι ακόμα και τα φώτα του RAV4 λαμπύριζαν πάνω στη πάχνη που είχε πέσει λόγω της υγρασίας και της χαμηλής θερμοκρασίας.

Φτάσαμε στο Δασικό Χωριό του Λειβαδίτη. Μόλις που είχε αρχίσει να χαράζει. Μας έκανε εντύπωση η ύπαρξη πολλών αυτοκινήτων έξω από το περίβολο του Χωριού. Όλα τα σπιτάκια του φαινόταν κατειλλημένα και ένα βαρέλι που ακόμα «κάπνιζε» μαρτυρούσε κάποιο νυχτερινό…πάρτυ. Μερικά banners από εταιρίες με αθλητικά είδη και είδη ορειβασίας μας έλυσαν την απορία. Μας είχε διαφύγει εντελώς το γεγονός ότι εκείνο το Σαββατοκύριακο διεξαγόταν ο αγώνας Rodopi Ultra Trail 2010 και ότι το Δασικό Χωριό του Λειβαδίτη ήταν η αφετηρία και ο τερματισμός της διαδρομής των 100 μιλίων.

Ακριβώς απέναντι από τη είσοδο του Δασικού Χωριού ξεκινάει ο δρόμος για το Γυφτόκαστρο. Κάποιοι ξεκινάνε τη πεζοπορική διαδρομή τους από αυτό το σημείο. Εμείς συνεχίσαμε με το αυτοκίνητο στο χωματόδρομο και σε λίγο συναντήσαμε ένα άπλωμα με ένα κτίσμα του Δασαρχείου όπου από πίσω ξεκινούσαν κάποια χωμάτινα νεροφαγωμένα σκαλάκια. Αν και ο χωματόδρομος έδειχνε να συνεχίζει, θεωρήσαμε ότι αυτό ήταν μάλλον το σημείο που το Hellaspath εννούσε «…διασταύρωση με κτίσμα του Δασαρχείου και κιόσκι. (μέχρι εδώ μπορούμε να έρθουμε και με αυτοκίνητο αν δεν έχει χιόνια).»

Πήραμε το μονοπάτι που ξεκινάει από τα σκαλάκια. Ο Σάββας άρχισε αμέσως την αγαπημένη του ασχολία : το ψάξιμο των σημαδιών του μονοπατιού το οποίο ήταν καλά σημαδεμένο και μας διευκόλυνε. Σημάδι – σημάδι μπήκαμε πιο βαθιά στο δάσος προσπαθώντας να θυμηθούμε και να αναγνωρίσουμε κάτι από αυτά που είχαμε μελετήσει αλλά είχα αφήσει στο σπίτι. Η διαδρομή μοναδική όπως και κάθε διαδρομή στο βουνό. Κόκκινα μανιτάρια (που κάναμε το λάθος να μη φωτογραφίσουμε αφού θεωρήσαμε ότι θα μπορέσουμε να τα ξαναβρούμε στην επιστροφή), πανύψηλες Οξιές, πεσμένοι κορμοί, ανηφόρες, κατηφόρες, ξέφωτα κτλ. 
Κάποια στιγμή το μονοπάτι μας έβγαλε από το δάσος σε ένα δασικό δρόμο. Περπατήσαμε δίπλα από εντυπωσιακούς βράχους και λίγο πιο κάτω συναντήσαμε τα υπολείμματα από ένα κιόσκι, μία πινακίδα και κάτι πέτρινα σκαλάκια που μας ξαναέβαζαν στο μονοπάτι. Συνειδητοποιήσαμε ότι  θα μπορούσαμε να έχουμε έρθει μέχρι εδώ με το αυτοκίνητο και να γλιτώναμε 2-3 χιλιόμετρα. Σε εκείνη τη φάση δε μας ένοιαξε γιατί αφενός ήταν ακόμα σχετικά νωρίς και αφετέρου δε ξέραμε την υπόλοιπη διαδρομή. Αν τη ξέραμε …
 








Μπήκαμε και πάλι στο μονοπάτι και ανηφορίσαμε. Η θερμοκρασία στους 0 βαθμούς. Όσο ανεβαίναμε σε υψόμετρο συναντήσαμε τη πιο παχιά και πυκνή πάχνη που έχω δει. Αναρωτιόμουν αν είναι πραγματικά πάχνη ή χιόνι αφού δε μπορούσα να τα ξεχωρίσω. Το μονοπάτι, οι πλαγιές και όσο μπορούσαμε να δούμε ήταν στρωμένα με ένα άσπρο πέπλο. Τα κλαδιά των δέντρων ήταν γεμάτα και λύγισαν από το βάρος . Ακόμα και ο ήχος των βημάτων μας ήταν ο χαρακτηριστικός ήχος που ακούγεται όταν πατάς πάνω σε χιόνι. Περνώντας μέσα από το δάσος, νιφάδες έπεφταν από τα δέντρα και έδιναν την εντύπωση ότι χιόνιζε. Αν έκανες ησυχία άκουγες και τον ήχο από τις νιφάδες και τις στάλες που έπεφταν από το ένα φύλλο στο άλλο.
 
 







 Προσπεράσαμε μία μικρή λίμνη και ακολουθώντας πορεία Βόρεια- Βορειοανατολική πλησιάζαμε προς τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Σε κάποια σημεία της διαδρομής και για αρκετά μεγάλη απόσταση πηγαίναμε παράλληλα με ένα κάθετο σκάμμα, μία τάφρο θα έλεγε κανείς που στην αρχή θεωρήσαμε ότι αποτελεί τη συνοριογραμμή με τους γείτονές μας και κάναμε και τσαλιμάκια ότι με το ένα πόδι ήμασταν στην Ελλάδα και με το άλλο στη Βουλγαρία αλλά γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι λόγω της χάραξης και της κατεύθυνσης της δε θα μπορούσαν  να  είναι εκεί τα σύνορα. Τη πραγματική συνοριακή τάφρο θα τη συναντούσαμε αργότερα.








 
 Οι συνοδοιπόροι μου ήταν καμία 200αρια μέτρα πιο μπροστά και ήδη είχαν πάρει τη στροφή σε ένα ημικυκλικό, αμφιθεατρικό μονοπάτι όσο εγώ βρισκόμουν ακόμα μέσα στο δάσος όταν ακούω τον Σάββα να φωνάζει ότι απέναντί μας βλέπει τον πύργο του Παμπόροβο. Μην έχοντας συνειδητοποιήσει που είμαστε δε τον πίστεψα. Δε μπορούσα να πιστέψω ότι ήμασταν τόσο ψηλά, τόσο μακριά, τόσο… κοντά. Σε λίγο, αφού βγήκα από το δάσος, έφτασα και εγώ στο ίδιο σημείο. Πράγματι απέναντι μας, σε απόσταση που δε μπορούσα να υπολογίσω αλλά τέτοια ώστε να είναι ορατός, φαινόταν στο βάθος ο πύργος του Παμπόροβο (Snezhanka Tower). Ένας πύργος σε ψιλοπαρόμοιο σχέδιο με αυτόν της Έκθεσης της Θεσσαλονίκης που στεγάζει αναμεταδότες τηλεόρασης και άλλο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό της περιοχής ( και μια καφετέρια οπωσδήποτε) και βρίσκεται στη κορυφή του χιονοδρομικού κέντρου του Παμπόροβο. Λένε ότι αν έχει καλό καιρό από το πύργο η ορατότητα φτάνει μέχρι και το Αιγαίο Πέλαγος.  Σε μία επίσκεψή μου στη Βουλγαρία είχα τη τύχη να τον επισκεφτώ αλλά τη δεδομένη στιγμή μου φαινόταν πιο εντυπωσιακός και ας ήταν τόσο μακριά. Από εκείνο το σημείο φαινόταν ακόμα και το Σμόλιαν  καθώς και κάποια μικρότερα Βουλγάρικα χωριά.
 
Συνεχίσαμε τη πορεία μας ακολουθώντας κάποιες φορές τα σημάδια, κάποιες φορές τα κορδελάκια που ήταν δεμένα στα δέντρα, και κάποιες φορές το gps και βλέπαμε στη διαδρομή πράγματα που μας εντυπωσίαζαν ή που δε περιμέναμε να βρούμε κατά δω πάνω όπως η μικρή λίμνη που προανέφερα, μια ξύλινη καλύβα μέσα στη μέση του πουθενά ή ένα δέντρο με κόκκινους καρπούς που είχαν κρυσταλλώσει από το παγετό.









Κάπου στο βάθος πάνω σε ένα ύψωμα είδαμε μια πυραμίδα. Έτσι χαρακτηρίζονται μικροί τσιμεντένιοι κώνοι που τοποθετούνται κατά μήκος της συνοριογραμμής και δημιουργούν ένα νοητό άξονα που αποτελεί τα σύνορα μεταξύ της Ελλάδας και των γειτόνων μας. Κάθε πυραμίδα έχει χαραγμένα κάτι γράμματα και κάτι αριθμούς για να ξεχωρίζει.   Ξεκινήσαμε προς εκείνη τη κατεύθυνση αλλά αφού συμβουλευτήκαμε  το gps διαπιστώσαμε ότι είχαμε πάρει λάθος δρόμο. Ο κώνος της κορυφής, η Γυφτοκορφή,  βρισκόταν στα δεξιά μας. Και όταν λέω στα δεξιά μας εννοώ δίπλα μας. Ήταν τόσο κοντά αλλά τόσο …ψηλά. Από το σημείο που βρισκόμασταν στη βάση της, η κορυφή θα πρέπει να απέχει κανένα χιλιόμετρο σε απόσταση και καμιά 200αρια μέτρα σε ύψος. Μετά από πορεία 3 ωρών και 6-7 χιλιομέτρων πάνω στο βουνό, αυτή η απόσταση δεν ήταν και η ιδανικότερη αλλά σαφώς αφού «φτάσαμε στη πηγή θα το πιούμε το νερό και ας είναι και… παγωμένο».

Αυτό το τελευταίο μέρος της διαδρομής περνάει μέσα από ένα ξέφωτο πλάτους καμιά 20αριά μέτρων που έχει δημιουργηθεί από υλοτομική δραστηριότητα. Όλο το ξέφωτο ήταν καλυμμένο με αυτό το χιόνι. Ήταν σαν πίστα  του ski. Για περίπου 100 μέτρα κινηθήκαμε Νότια και μετά στρίψαμε τη μεγάλη ανηφόρα Ανατολικά. Ακριβώς πάνω στη στροφή άλλη πυραμίδα η Pb62. Αυτή τη φορά ήμασταν ακριβώς πάνω στα σύνορα οπότε πλέον δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι με το ένα πόδι βρισκόμασταν στην Ελλάδα και με το άλλο στη Βουλγαρία.  Η πραγματική διασυνοριακή τάφρος ήταν καλυμμένη χόρτα, πέτρες και χιόνι.
 






Κανά μισάωρο αργότερα πατούσαμε στη κορυφή. Μη ξεχνιόμαστε, στη ψηλότερη κορυφή του Νομού Ξάνθης. Άλλη μια πυραμίδα η Ε63 που ορίζει το σύνορο και δίπλα της ένα ανεμοδαρμένο τσιμεντένιο υψομετρικό που πιστοποιεί ότι βρισκόμαστε στο υψηλότερο σημείο της περιοχής. Ακουμπήσαμε τα σακίδια στη βάση της πυραμίδας, πήραμε μια βαθιά ανάσα, και απολαύσαμε τη στιγμή. Η θέα υπέροχη όπως κάθε θέα από ψηλά. Στο βάθος προς Νότο αχνοφαινόταν ο κάμπος και η θάλασσα. Προς Βορά τα βουνά της Βουλγαρίας με χαρακτηριστικό το πύργο του Παμπόροβο και Ανατολικά και Δυτικά άλλες χαμηλότερες κάτασπρες κορυφές. Υπάρχει και μία ξύλινη καλύβα εκεί πάνω αρκετά καλοδιατηρημένη. Το πώς βρέθηκε εκεί, πότε χτίστηκε και από ποιους…άγνωστο. Υπάρχει και κάποιο όρυγμα , μάλλον πολυβολείο μιάς άλλης εποχής κατεστραμμένο πλέον καλυμμένο από χόρτα και πάχνη. Για μια ακόμα φορά τα τεχνολογικά μέσα αποδεικνύονται άχρηστα στο να αποδώσουν το μεγαλείο της στιγμής. Ούτε οι φωτογραφίες ούτε το  video μπορούν να περιγράψουν την ικανοποίηση, την ευχαρίστηση και την υπερηφάνεια που νιώσαμε εκεί πάνω.  Η ομορφιά του τοπίου, η γαλήνη, η ηρεμία, η αίσθηση ότι έβαλες ένα στόχο και το πέτυχες, η χαρά που μοιράζεσαι με φίλους. Όλα αυτά δε περιγράφονται. Θαυμάσαμε άλλη μία φορά το τοπίο απολαύσαμε και το τελευταίο δευτερόλεπτο αλλά ο ήλιος με δόντια και το ελαφρύ πλήν όμως παγωμένο αεράκι δε μας επέτρεψαν να μείνουμε για πολύ περισσότερο.







   Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κατηφορίσαμε το μεγάλο ξέφωτο, περάσαμε τη πυραμίδα Pb63, πήραμε το ημικυκλικό μονοπάτι, μπήκαμε σε δάσος, βγήκαμε από το δάσος, πήγαμε παράλληλα με τη τάφρο, συναντήσαμε το δέντρο με τους κόκκινους καρπούς που πλέον είχαν ξεπαγώσει, ξαναπροσπεράσαμε τη μικρή λίμνη, ξαναμπήκαμε και ξαναβγήκαμε σε δάσος, πήραμε άλλο μονοπάτι κτλ κτλ. Κατά την επιστροφή η πάχνη είχε αρχίσει να λιώνει. Μικρά ρυάκια είχαν αρχίσει να σχηματίζονται και σε κάποια κατηφορικά σημεία μπορεί να πει κάποιος ότι έβλεπε μικροσκοπικούς καταρράκτες. Έβλεπες το ρολόι της φύσης να γυρνάει. Παγωμένο έδαφος, λιώσιμο του πάγου, ρυάκια που πιο κάτω θα ενωθούν με άλλα ρυάκια, που με τη σειρά τους θα ενωθούν σε ρέματα που θα καταλήξουν στο ποτάμι. Κάθε βήμα και έκπληξη.

Κατά την επιστροφή περάσαμε και πάλι από το Δασικό Χωριό. Ήμασταν τυχεροί και πέσαμε πάνω στο τερματισμό του Rodopi Ultra Trail. Καμία 30αρια άτομα υποδεχόταν τους νικητές του αγώνα. Γιατί αν καταφέρει και διανύσεις 100 μίλια πάνω στο βουνό είσαι νικητής ανεξάρτητα από τη θέση που θα καταλάβεις.

 
Ήταν 9 Οκτωβρίου 2010. Θεωρώ ότι ήταν η καλύτερη εποχή για τη Γυφτοκορφή. Αν ήταν Χειμώνας η πορεία θα ήταν αδύνατη λόγω του χιονιού. Αν ήταν Καλοκαίρι δε θα υπήρχε η πάχνη που μας μάγεψε.
Τελικά τον περασμένο Οκτώβρη,  κάτι έτρεχε στα ... Γυφτόκαστρο.